«Μα, τι θα πει ο κόσμος;» Ερώτημα ζωής. Από τις πλέον καίριες φράσεις, που αφυπνίζουν ακόμη και ζωντανούς πεθαμένους. Κυρίως αυτούς! Σ’ αυτούς εξάλλου απευθύνεται, η θεία αυτή διερώτηση.
«Μα, τι θα πει ο κόσμος;» Ερώτημα ζωής. Από τις πλέον καίριες φράσεις, που αφυπνίζουν ακόμη και ζωντανούς πεθαμένους. Κυρίως αυτούς! Σ’ αυτούς εξάλλου απευθύνεται, η θεία αυτή διερώτηση.
Πολλές φορές, αν όχι πάντα, κρίνουμε έναν άνθρωπο, παρατηρώντας τον σε μια περίοδο της ζωής του. Κι αυτό αποτελεί πάντα ένα πολύ μεγάλο λάθος. Έχουμε δει ανθρώπους που όταν ζούσαν μια εύκολη ζωή ήταν καλοί, συμπονετικοί, γενναιόδωροι. Όταν όμως τα πράγματα δυσκόλεψαν γι αυτούς, τότε έγιναν άκαρδοι, επιθετικοί και ανελέητοι με τους άλλους. Το ίδιο ισχύει όμως και αντίστροφα.
Μάθε να μην είναι σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας σου. Μάθε να μην είναι συνήθεια. Ότι δεν σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ότι δεν σου προσφέρει, χαρά, ηρεμία, επιτυχία, ότι δεν σου μαθαίνει κάτι, μην του δίνεις τόση αξία, τόση σημασία.
Ζούμε σε εποχές που οι «αναθυμιάσεις» των αρνητικών συναισθημάτων απλώνονται σαν μαύρα σύννεφα μέσα στο μυαλό και κρύβουν τον εσωτερικό ήλιο της ψυχής μας. Αγωνιζόμαστε για ένα καλύτερο, πιο ανθρώπινο περιβάλλον αλλά ξεχνάμε ότι η εξυγίανση του εξωτερικού κόσμου ξεκινά πρώτα από μέσα μας. Δεν γνωρίζουμε ότι αυτό που βλέπουν τα μάτια είναι εικόνες που προβάλει ο εσωτερικός μας κόσμος. Αν ο κόσμος είναι αυτός που είναι,, τότε, μέσα μας πρέπει να αναζητήσουμε το γιατί.
Ποτέ δεν πρέπει να σκέφτεστε το κακό για κανέναν. Σκέψεις όπως “Εύχομαι το άτομο αυτό να πέσει κάτω και να πεθάνει» ή «Εύχομαι να χάσουν όλα όσα έχουν. Σε μισώ. Δεν θέλω να σ ‘αγαπώ» δεν πρέπει ποτέ να τις κάνουμε ή να τις διατυπώνουμε. Κάθε έκφραση αυτού του είδους δημιουργεί μια σκεπτομορφή που πηγαίνει στο πρόσωπο και τον χτυπά.
Η όποια αλλαγή αναγκαστικά σηματοδοτεί μια αλλαγή «βολικότητας». Δηλαδή μια αλλαγή του κατεστημένου τρόπου που κάποιος σκέφτεται, συναισθάνεται και πράττει. Αυτό το είδος της αλλαγής στοχεύει στην πρόοδο του ανθρώπου, στην πρόοδο της συνείδησης. Το «ξεβόλεμα» δημιουργεί άγχος, πολύ άγχος σχεδόν τρόμο. Οι περισσότεροι άνθρωποι αν και στην αρχή ενθουσιάζονται με την ιδέα της αλλαγής, όταν έρχεται η ώρα εφαρμογής αρχίζουν τις δικαιολογίες. Χιλιάδες δικαιολογίες εφευρίσκουν για να μην ξεβολευτούν!
Σε κάποια στιγμή της ζωής – μερικές φορές στα πρώτα μας χρόνια, άλλοτε όψιμα – είναι βέβαιο ότι όλοι μας θα ξυπνήσουμε και θα αντιληφθούμε τη θνητότητά μας. Είναι τόσο πολλά αυτά που την πυροδοτούν: μια ματιά στον καθρέφτη που δείχνει το σαγόνι μας να κρεμάει, τα μαλλιά μας ν” ασπρίζουν, τους ώμους να καμπουριάζουν.
Το τραγούδι έχει κολλήσει στο repeat και όμως, κάθε φορά νιώθω και κάτι διαφορετικό ακούγοντάς το. Και μία απ’ αυτές αισθάνθηκα πως θέλω να γράψω γι’ αυτά που με κάνουν ευτυχισμένη και έτσι να τους πω ευχαριστώ. Ένα μεγάλο ευχαριστώ…
Ξεκινάς με ένα τσουβάλι γεμάτο ανθρώπους. Άνθρωποι που αποκαλείς γνωστούς, φίλους, συμφοιτητές, συνάδελφους, κολλητούς, γείτονες, συμμαθητές. Πόσο γεμάτη ζωή με τόσους ανθρώπους, σκέφτεσαι και χαμογελάς αθώα.
Ανοίγεις τα μάτια σ’ έναν κόσμο αλλοιωμένο, πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι γνωρίζεις. Κρύο, δυνατοί θόρυβοι, πολύ φως. Ανοίγεις το στόμα κι από μέσα βγαίνει ένα φωναχτό συναίσθημα. Δεν το ξέρεις αυτό το συναίσθημα, δεν ξέρεις ότι είχες φωνή. Δεν το ξέρεις το στήθος που σε ακουμπάνε. Όμως μοιάζει οικείο. Μυρίζει μαμά, οπότε είναι εντάξει.