Μπορεί να σας φαίνεται δύσκολη υπόθεση το να διαβάζετε και να ερμηνεύετε τις ετικέτες τροφίμων, αλλά είναι πολύ πιο εύκολο απ’ ότι νομίζετε!
Μπορεί να σας φαίνεται δύσκολη υπόθεση το να διαβάζετε και να ερμηνεύετε τις ετικέτες τροφίμων, αλλά είναι πολύ πιο εύκολο απ’ ότι νομίζετε!
Η κακή διατροφή υπονομεύει την υγεία του ενός στους τρεις ανθρώπους παγκοσμίως, προειδοποιεί μια ανεξάρτητη ομάδα εμπειρογνωμόνων για τα τρόφιμα και τη γεωργία.
Η τάση για υγιεινή διατροφή είναι αναμφισβήτητα θετική, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει και τις σκοτεινές πλευρές της.
Μια νέα ανάλυση προηγούμενων ερευνών, παρέχει μεγαλύτερη υποστήριξη στην ιδέα ότι το κακάο που βρίσκεται στη σοκολάτα μπορεί πραγματικά να είναι καλό για την υγεία μας.
hr id=”system-readmore” /></p> <p>Προτού τρέξετε στο περίπτερο όμως, θα πρέπει να κάνουμε μια απαραίτητη διευκρίνιση: αν και ευεργετική γενικά, το αποτέλεσμα της καθημερινής κατανάλωσης σοκολάτας δεν είναι ξεκάθαρο. Και οι ερευνητές δεν είναι ακόμη έτοιμοι να κάνουν συστάσεις για το τι ποσότητα σοκολάτας – και τι είδους – παρέχει οφέλη που υπερτερούν των αρνητικών επιπτώσεων.</p> <p>Όπως και να έχει, «όταν σταθμίζουμε τα οφέλη και τους κινδύνους», είπε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Xiaochen Lin από το πανεπιστήμιο Μπράουν, οι καταναλωτές «δεν θα πρέπει να αγνοούν τις θερμίδες και τη ζάχαρη που περιέχει η σοκολάτα».</p> <p>Τι γνωρίζουμε γενικά για την επίδραση που έχουν οι φλαβανόλες – που βρίσκονται στο κακάο και στη σοκολάτα – στο καρδιαγγειακό και μεταβολικό σύστημα; Για να αποκτήσουν μεγαλύτερη προοπτική, η Λιν και οι συνεργάτες της αξιολόγησαν 19 έρευνες, που αφορούσαν συνολικά 1.131 συμμετέχοντες οι οποίοι κατανάλωναν φλαβανόλες από το κακάο ή placebo.</p> <p>Οι συμμετέχοντες που κατανάλωναν φλαβανόλες, έπρεπε να λαμβάνουν ποσότητα από 166 μιλιγκράμ έως 2.110 μιλιγκράμ την ημέρα, για διάρκεια από μόλις δύο εβδομάδες έως ένα έτος.</p> <p>Η περιεκτικότητα σε φλαβανόλες δεν είναι ίδια μεταξύ των διαφόρων προϊόντων σοκολάτας. Μια μελέτη του 2011 που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Journal of Agricultural and Food Chemistry διαπίστωσε ότι τα επίπεδα ποικίλλουν ευρέως μεταξύ δημοφιλών προϊόντων μαύρης σοκολάτας, αν και γενικά υπήρχαν περισσότερες σε αυτά σε σχέση με προϊόντα σοκολάτας γάλακτος ή λευκής σοκολάτας.</p> <p>Με χρηματοδότηση από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας, τη σοκολατοποιία Mars, την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία και τη φαρμακοβιομηχανία Pfizer, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι εκείνοι που κατανάλωναν σοκολάτες με κακάο υψηλής περιεκτικότητας σε φλαβανόλες είχαν χαμηλότερα επίπεδα τριγλυκεριδίων, ενισχύοντας πιθανώς την καρδιαγγειακή τους υγεία. Επίσης, οι δοκιμές έδειξε ότι το σώμα τους έκανε καλύτερη δουλειά στον έλεγχο της φλεγμονής και του σακχάρου στο αίμα, ενώ αυξήθηκαν ελαφρώς τα επίπεδα της καλής χοληστερόλης.</p> <p>Σύμφωνα με τη Λιν, οι διαφορές αυτές ήταν «από μικρές έως μέτριες», αλλά παραμένουν σημαντικές από στατιστική άποψη. Οι μελέτες δείχνουν επίσης ότι τα αποτελέσματα είναι τα ίδια, ανεξάρτητα από το αν οι άνθρωποι είναι υπέρβαροι ή έχουν άλλα προβλήματα υγείας.</p> <p>Η Lin διευκρινίζει ότι προς το παρόν δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε την ποσότητα και τη συχνότητα κατανάλωσης σοκολάτα που θα επηρεάσει θετικά την υγεία των ανθρώπων σε σημαντικό βαθμό. Ωστόσο, οι ερευνητές σημειώνουν ότι οι περισσότερες από τις μελέτες εξέτασαν τη μαύρη σοκολάτα: η μαύρη σοκολάτα έχει υψηλό επίπεδο (πάνω από 60%) κακάο και ελάχιστη ή καθόλου προσθήκη ζάχαρης.</p> <p>«Τα ευρήματα από την παρούσα μελέτη δεν θα πρέπει να γενικευθούν σε διαφορετικά είδη γλυκισμάτων σοκολάτας ή στη λευκή σοκολάτα», καθώς έχουν διαφορετικά επίπεδα ζάχαρης και λιπαρών, δήλωσε ο συν-συγγραφέας της μελέτης Δρ Simin Liu, διευθυντής του Κέντρου για την Παγκόσμια Καρδιομεταβολική Υγείας του πανεπιστήμιου Μπράουν. Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση The Journal of Nutrition.</p> <p style="text-align: right;">Πηγή : <a href="http://www.iatrikanews.gr/" target="_blank" rel="noopener noreferrer">http://www.iatrikanews.gr/</a></p>”Υπολογίζεται ότι ο μέσος άνθρωπος που πίνει γάλα καταναλώνει περίπου 144 ποτήρια αγελαδινό γάλα τον χρόνο, αν και το 40% της ποσότητας αυτής είναι για να συνοδεύει τα δημητριακά.
hr id=”system-readmore” /></p> <p>Στον ορισμό του «μέσου άνθρωπου» συμπεριλαμβάνονται επίσης και τα παιδιά, που αποτελούν περίπου το 60%.</p> <p>Αλλά αυτό που ήταν κάποτε η συνηθισμένη κίνηση για την πρόσληψη θρεπτικών συστατικών, δεν είναι πλέον στη μόδα – οι Αμερικανοί πίνουν 37% λιγότερο γάλα από ό, τι τη δεκαετία του 1970, ενώ η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων στη Μεγάλη Βρετανία μειώθηκε συνολικά κατά ένα τρίτο τα τελευταία 20 χρόνια.</p> <p>Όλο και περισσότερο αρνητικά δημοσιεύματα κυκλοφορούν για το γάλα. Ό,τι έκανε η δυσανεξία στη γλουτένη για το ψωμί, κάνει η δυσανεξία στη λακτόζη στο γάλα.</p> <p>Η λακτόζη είναι το σάκχαρο που βρίσκεται στο γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα και απαιτεί για τη διάσπασή του το ένζυμο λακτάση. Χωρίς αρκετή λακτάση, η λακτόζη διασπάται από βακτήρια στο λεπτό έντερο, προκαλώντας φούσκωμα, κράμπες στο στομάχι, διάρροια και ναυτία. Σε παγκόσμιο επίπεδο, περίπου το 70% του πληθυσμού δεν συνεχίζει να παράγει λακτάση μετά τον τερματισμό του θηλασμού ή τη διατροφή με βρεφικό γάλα.</p> <p>Γενετικά, τα μωρά χρειάζονται το γάλα, οι ενήλικες όμως όχι τόσο πολύ. Αλλά οι βορειοευρωπαίοι, οι οποίοι πριν από χιλιάδες χρόνια ξεκίνησαν την εκτροφή βοοειδών, έχουν προσαρμοστεί στο αγελαδινό γάλα και έχουν αποκτήσει μια γενετική μετάλλαξη, με αποτέλεσμα μόνο το 2-15% να έχει κάποιο βαθμό ανεπάρκειας της λακτάσης. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 23% στους πληθυσμούς της κεντρικής Ευρώπης και στο 95% στους λαούς της Ασίας.</p> <p>Είναι λοιπόν η ανεπάρκεια λακτάσης κανονική κατάσταση; Όχι ακριβώς – ήταν λογικό να πίνουμε γάλα κάποτε, έτσι προσαρμοστήκαμε στην κατανάλωσή του. Και το αγελαδινό γάλα είναι θρεπτικό – περιέχει ασβέστιο, βιταμίνες Α και D και ριβοφλαβίνη, καθώς και πρωτεΐνες, ενώ δεν έχει πολλές θερμίδες.</p> <p>Η γαστρεντερολόγος Δρ Miranda Lomer, υποστηρίζει ότι ο οργανισμός μας μπορεί αφομοιώσει το ασβέστιο από το αγελαδινό γάλα ευκολότερα σε σχέση με τα γάλατα από αμύγδαλο ή καρύδα (τα οποία είναι γενικά λιγότερο θρεπτικά). Η Lomer επισημαίνει επίσης ότι η ανεπάρκεια λακτάσης δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη δυσανεξία και ότι ακόμη και τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν συνήθως να βάζουν γάλα στο τσάι ή στα δημητριακά, χωρίς να αντιμετωπίζουν δυσφορία.</p> <p>Για να δείτε αν έχετε δυσανεξία στη λακτόζη μπορείτε να κάνετε έναν τεστ αναπνοής στο γιατρό σας – μια άλλη πρόταση είναι να πιείτε ένα μεγάλο ποτήρι γάλα. Αν έχετε φούσκωμα, «γουργούρισμα» στο στομάχι ή διάρροια μέσα στις επόμενες 24 ώρες, σημαίνει ότι έχετε δυσανεξία.</p> <p style="text-align: right;">Πηγή : <a href="http://www.iatrikanews.gr/" target="_blank" rel="noopener noreferrer">http://www.iatrikanews.gr/</a></p>”Ποιο είναι το αγαπημένο σας πρωινό; Δημητριακά με γάλα, ψωμί με βούτυρο και μέλι, ομελέτα ή ένα απλό τοστ;
Τα δημητριακά είναι ένα σημαντικό συστατικό της καθημερινής δίαιτας και είναι κύριες πηγές διαιτητικών υδατανθράκων, φυτικών ινών και πρωτεΐνης.
Το κρέας του κοτόπουλου προτιμάται σε όλον τον κόσμο για την έλλειψη λίπους, την ποικιλία τρόπων μαγειρέματος και την έλλειψη επιβλαβούς επίδρασης στον οργανισμό μας.
Το να μαγειρέψουμε ένα ρύζι είναι μια από τις πιο απλές συνταγές μαγειρικής και ένα εύκολο και γρήγορο φαγητό που κάνουν εκατομμύρια άνθρωποι κάθε μέρα.
hr id=”system-readmore” /></p> <p>Όμως, πολλοί θα μπορούσαν βάζουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο, μαγειρεύοντας το ρύζι με λάθος τρόπο, όπως προειδοποιούν οι επιστήμονες.</p> <p>Πρόσφατα πειράματα δείχνουν ότι η κοινή μέθοδος μαγειρέματος του ρυζιού –όταν απλώς βράζει σε μια κατσαρόλα, μέχρις ότου το νερό εξατμιστεί- μπορεί να είναι ανεπαρκής για την πρόληψη της έκθεσης σε ίχνη του δηλητηρίου αρσενικό, το οποίο μολύνει το ρύζι όταν μεγαλώνει, εξαιτίας των βιομηχανικών τοξινών και των φυτοφαρμάκων.</p> <p>Το αρσενικό έχει συνδεθεί με μια σειρά από προβλήματα υγείας, συμπεριλαμβανομένων των καρδιακών παθήσεων, του διαβήτη και του καρκίνου, καθώς και με προβλήματα ανάπτυξης.</p> <p>Ενώ γενικά πιστεύεται ότι τα ίχνη του αρσενικού αποβάλλονται όταν το ρύζι μαγειρεύεται, υποστηρίζεται τώρα ότι αυτό συμβαίνει σε επαρκή βαθμό, μόνο όταν το ρύζι αφήνεται να μουλιάσει όλη τη νύχτα.</p> <p>Ο Andy Meharg, καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κουίνς του Μπέλφαστ, δοκίμασε τρεις τρόπους μαγειρέματος του ρυζιού για το πρόγραμμα του BBC «Εμπιστέψουμε με, είμαι γιατρός», για να διαπιστώσει αν αλλάζουν τα επίπεδα αρσενικού στο ρύζι.</p> <p>Στην πρώτη μέθοδο, ο καθηγητής Meharg δοκίμασε τον παραδοσιακό τρόπο μαγειρέματος – δύο μέρη νερού σε ένα μέρος ρύζι, και μαγείρεμα μέχρι να εξατμιστεί το νερό: ανακάλυψε ότι η μέθοδος άφησε ανέπαφο το μεγαλύτερο μέρος του αρσενικού που περιείχε το ρύζι.</p> <p>Αντιθέτως, όταν χρησιμοποίησε την αναλογία πέντε μέρη νερού σε ένα μέρος ρύζι και πέταξε το επιπλέον νερό, το επίπεδο του αρσενικού ήταν μειωμένο σχεδόν κατά το ήμισυ, ενώ στην τρίτη μέθοδο, κατά την οποία το ρύζι μουλιαζόταν όλη τη νύχτα πριν από το μαγείρεμα, τα επίπεδα της τοξίνης μειώθηκαν κατά 80%.</p> <p>Η ασφαλέστερη μέθοδος μαγειρέματος του ρυζιού είναι, επομένως, να το μουλιάζουμε από την προηγούμενη μέρα και στη συνέχεια να αδειάζουμε το νερό και να το ξεπλένουμε, προτού το βράσουμε σε μια κατσαρόλα, με αναλογία πέντε μέρη νερού σε ένα μέρος του ρυζιού.</p> <p style="text-align: right;">Πηγή : <a href="http://www.iatrikanews.gr/" target="_blank" rel="noopener noreferrer">http://www.iatrikanews.gr/</a></p>”Η κατανάλωση πολλών φρούτων και λαχανικών – 10 μερίδων την ημέρα – μπορεί να μας δώσει περισσότερα χρόνια ζωής, λένε οι ερευνητές.