Οι υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες που παίρνουν ελάχιστα κιλά ή σε ορισμένες περιπτώσεις χάνουν βάρος, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ενδεχομένως να θέτουν σε κίνδυνο το αγέννητο παιδί τους, αποφαίνεται αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο American Journal of Obstetrics and Gynecology.
«Αν και πολλοί γιατροί συστήνουν στις εγκύους με προβλήματα βάρους την απώλεια κιλών κατά την διάρκεια της κύησης, υπάρχουν ανεπιθύμητα αποτελέσματα», τονίζει ο Δρ Πάτρικ Καταλάνο, διευθυντής του Κέντρου Αναπαραγωγικής Υγείας στο Νοσοκομείο MetroHealth, του Οχάιο.
«Επειδή δεν έχουμε επαρκή στοιχεία για τις αλλαγές στην σύσταση του σώματος των υπέρβαρων και παχύσαρκων γυναικών που τελικά χάνουν βάρος κατά την κύηση, θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί στο τι τους προτείνουμε», σημειώνει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές μελέτες έχουν αναδείξει τους κινδύνους που κρύβει η παχυσαρκία για τη μητέρα και το έμβρυο, και όχι απαραίτητα κατά την φάση του τοκετού.
Οι παχύσαρκες μητέρες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο πρόωρης αυθόρμητης αποβολής καθώς και εμβρυϊκών γεννητικών ελλειμμάτων. Επίσης, υπάρχει κίνδυνος διαβήτη κύησης και προεκλαμψίας. Τέλος, κατά τον τοκετό οι παχύσαρκες μητέρες είναι πιθανότερο να χρειαστεί να υποβληθούν σε καισαρική τομή καθώς και να έχουν μετεγχειρητικές λοιμώξεις στο σημείο των τομών.
Τα νεογνά των παχύσαρκων γυναικών έχει διαπιστωθεί ότι αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να έχουν αυξημένο σωματικό βάρος αναλογικά με την ηλικία κυοφορίας, γεγονός που σχετίζεται με την παιδική παχυσαρκία.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Αμερικανικού Ινστιτούτου Ιατρικής το 2009, οι παχύσαρκες γυναίκες θα πρέπει να παίρνουν το πολύ πέντε με εννέα κιλά κατά την κύηση, δηλαδή λιγότερο από αυτό που θεωρείται φυσιολογικό για γυναίκες με κανονικό βάρος.
Ωστόσο, πολλοί επιστήμονες πιστεύουν ότι οι παχύσαρκες γυναίκες δεν θα πρέπει να παίρνουν επιπλέον βάρος, ενώ προτείνουν ακόμη και την απώλεια κιλών κατά την κύηση ώστε να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την παχυσαρκία.
Το Αμερικανικό Κογκρέσο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων συστήνει την εξατομικευμένη αντιμετώπιση των παχύσαρκων ή υπέρβαρων γυναικών που επιθυμούν να ελέγξουν το βάρος τους κατά την κύηση.
Παρόλα αυτά ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τους εμβρυϊκούς κινδύνους που απορρέουν από την απώλεια βάρους ή την πρόσληψη ελάχιστων κιλών των υπέρβαρων ή παχύσαρκων γυναικών κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Ο Δρ Καταλάνο και οι συνεργάτες του μελέτησαν τις επιπτώσεις την απώλειας βάρους ή της πρόσληψης λιγότερο από πέντε κιλών, σε δείγμα 1.241 τελειόμηνων μονότοκων γεννήσεων υπέρβαρων και παχύσαρκων γυναικών.
Το 85% των γυναικών είχε πάρει περισσότερα από πέντε κιλά κατά την κύηση, με μέσο όρο τα 14,4 κιλά. Αντίθετα, το 15% είχε πάρει λιγότερο βάρος, με μέσο όρο τα 1,1 κιλά.
Τα νεογνά των γυναικών που είχαν πάρει λίγα ή καθόλου κιλά έτειναν να είναι μικρότερα από την ηλικία κυοφορίας τους και να έχουν μικρότερη άπαχη σωματική μάζα και λιγότερη λιπώδη μάζα, συγκριτικά με εκείνα που είχαν γεννηθεί από γυναίκες που είχαν πάρει περισσότερα από πέντε κιλά.
Επίσης αυτά τα νεογνά είχαν χαμηλότερο ποσοστό σωματικού λίπους, μικρότερη περίμετρο κρανίου, χαμηλότερο σωματικό βάρος γέννησης και γενικά ήταν μικρότερο σε ύψος από τα βρέφη των γυναικών που είχαν πάρει περισσότερα από πέντε κιλά κατά την κύηση.
Μάλιστα, τα αποτελέσματα ίσχυαν ακόμη και όταν συνεκτιμήθηκαν παράγοντες όπως το βάρος της μητέρας πριν την εγκυμοσύνη, αν κάπνιζαν, η ανοχή στην γλυκόζη και άλλες παράμετροι που επηρεάζουν την ανάπτυξη του εμβρύου.
Τα νεογνά των 46 γυναικών που είχαν χάσει βάρος κατά την κύηση επίσης ήταν μικρά αναλογικά με την ηλικία κυοφορίας και είχαν μειωμένη άπαχη και λιπώδη μάζα, χαμηλό σωματικός βάρος γέννησης και μικρότερη αναλογία σωματικού λίπους.
Αντιθέτως, τα νεογνά που είχαν γεννηθεί από μητέρες που είχαν πάρει πάνω από πέντε κιλά, ήταν πιθανότερο να είναι μεγαλύτερα από την ηλικία κυοφορίας τους. Το 13% των βρεφών των γυναικών που είχαν πάρει περισσότερα από πέντε κιλά ήταν μεγαλύτερα από την ηλικία κυοφορίας τους, συγκριτικά με το 7,5% των νεογνών των γυναικών που είχαν πάρει πέντε ή λιγότερα κιλά.
Πηγή : http://www.nutrimed.gr