Νεαρά παχύσαρκα άτομα βρέθηκαν με χαμηλότερη ικανότητα να ξεχωρίζουν ποιοτικά τη σωστή γεύση και εκτίμησαν χαμηλότερα τη γλυκύτητα και την αλμυρότητα σε σχέση με νορμοβαρή συνομηλικες σύμφωνα με μια μελέτη του Τμήματος Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας και Διαβήτη του Πανεπιστημιακού νοσοκομείου του Βερολίνου. Στην ίδια μελέτη, τα κορίτσια και τα μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά παρουσίασαν υψηλότερη γευστική αντίληψη.
Η γεύση είναι αίσθηση που εκλαμβάνεται από τους γευστικούς κάλυκες στην γλώσσα και μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε 5 βασικές ποιοτηκές κλάσεις: γλυκιά, αλμυρή, πικρή, ξινή και ουμαμι (ή γεύση κρέατος). Η έκθεση σε διάφορα αρώματα και γεύσεις από την πρώτη ηλικία είναι από τους βασικούς παράγοντες για τις μετέπειτα τροφικές επιλογές.
Έχει βρεθεί οτι η γευστική ευαισθησία διαφέρει μεταξύ ατόμων με χαμηλό και υψηλό δείκτη μάζας σώματος (Δ.Μ.Σ.) . Έχουν μελετηθεί διάφορες υποθέσεις και έχει προταθεί πως υψηλότερη αντίληψης της πικρής γέυσης έχει συσχετισθεί με χαμηλότερο ΔΜΣ. Αντίστοιχα, χαμηλότερες ευαισθησίες για γλυκιά γεύση ή και τη λιπαρή υφή έχουν σχετιστεί με υψηλότερο ΔΜΣ.
Αν και οι συγγραφείς της μελέτης εξηγούν ότι οι λόγοι για τις διαφορές στην γευστική ευαισθησία είναι ελάχιστα κατανοητοί και πιο πολυπαραγοντικοί, συμπεριλαμβανομένων των γενετικών, ορμονικών παραγόντων και μάθησης καταλήγουν σε άποιες αρκετα σημαντικές παρατηρήσεις: Εικάζουν ότι η χαμηλότερη ευαισθησία για αλμυρές (αλμυρό και umami) θα μπορούσε να είναι σημαντική για την κατάσταση βάρους του παιδιού (τα παχύσαρκα παιδιά τρώνε πολύ πιο αλμυρά σνακ).
Η χαμηλότερη βαθμολογία της γλυκύτητας από παχύσαρκα παιδια επίσης δείχνει ότι η γευστική ευαισθησία διαφέρει μεταξύ παχύσαρκων και μη-παχύσαρκων ατόμων.
Το γεγονός οτι οι γυναίκες είναι καλύτερες γευσιγνώστες από τους άνδρες είναι γνωστό. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, αυξημένη γευστική ευαισθησία με την αύξηση της ηλικίας είναι αποτέλεσμα της φυσιολογικής ανάπτυξης, ενώ η απουσία αυτής σε παχύσαρκα άτομα επιβεβαιώνει ότι το σύστημα γεύσης επηρεάζεται. (σημειώνεται πως τα παχύσαρκα παιδιά έχουν αυξημένο κίνδυνο πρώιμης ανάπτυξης)
Οι συγγραφείς καταλήγουν επιβεβαιώνοντας προηγούμενα ευρήματα ότι τα παχύσαρκα και μη παχύσαρκα παιδιά και έφηβοι διαφέρουν στην γευστική αντίληψη. Ωστόσο, χρειάζονται μακροπρόθεσμες μελέτες για να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο που αυτές οι διαφορές λειτουργούν.
Όπως και να’χει, η γνώση αυτή τα θα μπορούσε δυνητικά να βοηθήσει στην ανάπτυξη στρατηγικών για την πρόληψη της παχυσαρκίας.
Πηγή : http://www.nutrinews.gr/