Με τον όρο ενδοεπιθηλιακή τραχηλική δυσπλασία αναφερόμαστε στις παθολογικές αλλαγές στα επιφανειακά κύτταρα του τραχήλου.
Ο τράχηλος είναι τα κατώτερο τμήμα της μήτρας και επισκοπείται μέσα στον κόλπο της γυναίκας.Οι αλλαγές στα επιφανειακά κύτταρα δεν είναι καρκίνος, οι σοβαρότερες όμως από αυτές μπορεί υπό προυποθέσεις να εξελιχθούν σε καρκινικές, αν δεν υπάρξει έγκαιρη διάγνωση και σωστή θεραπεία.
Η τραχηλική δυσπλασία εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες μεταξύ 25 και 35 ετών.Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις υπεύθυνος είναι ο ιός των ανθρωπίνων κονδυλωμάτων (HPV), ο οποίος μεταδίδεται κατά κύριο λόγο σεξουαλικά.
Υπάρχουν πολλοί τύποι του ιού που προσβάλλουν τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Μερικοί απ’ αυτούς μπορεί να προκαλέσουν σοβαρή τραχηλική δυσπλασία ή και καρκίνο (υψηλού κινδύνου ιοί), ενώ άλλοι είναι υπεύθυνοι για τη δημιουργία οξυτενών κονδυλωμάτων, κυρίως στα εξωτερικά γεννητικά όργανα, δεν πυροδοτούν όμως καρκινογένεση (ιοί χαμηλού κινδύνου).
Παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο μιας δυσπλαστικής βλάβης στον τράχηλο, έχουν να κάνουν με τις σεξουαλικές συνήθειες των γυναικών (έναρξη σεξουαλικών επαφών σε νεαρή ηλικία, συχνές αλλαγές ερωτικών συντρόφων, επαφές χωρίς προφυλακτικό), τεκνοποίηση σε ιδιαίτερα μικρή ηλικία, το κάπνισμα, καθώς και με ορισμένες ασθένειες ή χρήση φαρμάκων που εξασθενούν το ανοσολογικό σύστημα.
Η τραχηλική δυσπλασία συνήθως δεν παρουσιάζει κανένα απολύτως σύμπτωμα και κανένα κλινικό σημείο, είναι θα λέγαμε μια «σιωπηρή νόσος». Επομένως η διάγνωσή της θα στηριχτεί αποκλειστικά σε παρακλινικές εξετάσεις.
Η κυτταρολογική εξέταση (test Παπανικολάου), είναι μια εξέταση προληπτική, που σκοπό έχει την εύρεση στο γενικό πληθυσμό γυναικών με πιθανή δυσπλασία του τραχήλου της μήτρας. Πρέπει να γίνεται στο σύνολο των γυναικών 21 ετών και άνω, μετά την έναρξη της σεξουαλικής τους ζωής. Το testPap αποτέλεσε τις τελευταίες δεκαετίες και εξακολουθεί να αποτελεί στις μέρες μας την πρωταρχική εξέταση για την ανεύρεση κυττάρων του τραχήλου που έχουν υποστεί παθολογικές αλλαγές. Οι αλλαγές αυτές, ανάλογα με τη σοβαρότητά τους, αναφέρονται ως χαμηλού βαθμού αλλοιώσεις (LSIL) ή υψηλού βαθμού αλλοιώσεις (HSIL).
Σε περίπτωση παθολογικού testΠαπανικολάου, η γυναίκα πρέπει να υποβληθεί σε κολποσκόπηση (εξέταση που επιτρέπει την άμεση οπτική εντόπιση της βλάβης) με ή χωρίς βιοψία.
Η ιστολογική εξέταση τηςβλάβης θα την κατατάξει ανάλογα με τη σοβαρότητά της, σε ελαφρά δυσπλασία (CIN1), μέτρια (CIN2) ή σοβαρή (CIN3).
Στη μέτρια και σοβαρή δυσπλασία (CIN2 και CIN3) η θεραπεία είναι εξαρχής επιβεβλημένη, καθώς είναι γνωστό πως μια τέτοια βλάβη μπορεί να εξελιχτεί σε καρκίνο, σε ένα διάστημα 10 ή και περισσοτέρων ετών. Συνίσταται σε χειρουργική εξαίρεση της βλάβης με χρήση CO2 Laser ή βρόγχου ηλεκτροδιαθερμίας (loop). Ακολουθεί ένα διάστημα δύο ετών εντατικής παρακολούθησης με testPap και κολποσκοπικούς ελέγχους. Η ίαση είναι πλήρης αλλά απαιτείται προσοχή καθώς σε ένα ποσοστό 10% μπορεί να υπάρξει υποτροπή.
Αντίθετα, οι χαμηλόβαθμες βλάβες (CIN1) συχνά υποχωρούν χωρίς θεραπεία, γι’ αυτό και συνιστούμε αναμονή, με συχνό κυτταρολογικό και κολποσκοπικό έλεγχο. Σημαντική βοήθεια σ’αυτές τις περιπτώσεις προσφέρει και η εξέταση μοριακής βιολογίας (HPVDNATEST) που ανιχνεύει με υψηλή ευαισθησία και τυποποιεί τα στελέχη του ιού. Αν η δυσπλαστική βλάβη δεν υποχωρεί ή εξελίσσεται προς το χειρότερο,τότε καταφεύγουμε σε θεραπευτικές λύσεις.
Τα τελευταία χρόνια γίνονται διεθνώς μεγάλες προσπάθειες πρόληψης της νόσου που στοχεύουν είτε στην αποφυγή μετάδοσης του ιού είτε στη διακοπή της εξελικτικής πορείας της δυσπλαστικης βλάβης προς τον καρκίνο. Σύμμαχοί μας στην προσπάθεια αυτή είναι η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής, η διακοπή καπνίσματος, η αλλαγή σεξουαλικής συμπεριφοράς και τέλος ο εμβολιασμός των νέων κοριτσιών με το εμβόλιο κατά του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Πηγή : http://www.iatrikanews.gr/