Η ενδομητρίωση είναι μία από τις πιο σημαντικές γυναικολογικές νόσους στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, αγνώστου αιτιολογίας , που προβληματίζει χρόνια τον ιατρικό κόσμο ως προς την εμφάνισή της.
Η επικρατέστερη άποψη βασίζεται στη θεωρία ότι κατά τη διάρκεια της εμμηνορρυσίας αίμα από τη μήτρα παλινδρομεί προς τις σάλπιγγες και τις ωοθήκες μεταφέροντας ενδομητρικά κύτταρα στο περιτόναιο.
Ενδομητρίωση λοιπόν ορίζεται η νόσος κατά την οποία υπάρχει έκτοπη παρουσία ενδομητρικού ιστού σε άλλα όργανα, όπως οι σάλπιγγες, οι ωοθήκες, οι ιερομητρικοί σύνδεσμοι, το περιτόναιο και ο Δουγλάσειος χώρος(Pouch of Douglas). Αυτός ο έκτοπος ενδομητρικός ιστός διογκώνεται και αποπίπτει με αιμορραγία όπως και το φυσιολογικό ενδομήτριο κατά τη διάρκεια του εμμηνορρυσιακού κύκλου, με τη συμαίνουσα διαφορά το ότι δεν έχει διέξοδο και εγκλωβίζεται μέσα στη περιτοναϊκή κοιλότητα, προκαλώντας φλεγμονή τοπικά και πόνο στην ασθενή.
Μελέτες αναφέρουν ότι το 7-8% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας (22-35 ετών) πάσχουν από ενδομητρίωση και ότι άνω του 40% των γυναικών με υπογονιμότητα πάσχουν από αυτή τη νόσο, με ή άνευ συμπτωμάτων. Η νόσος αυτή λοιπόν, με κάποιο τρόπο που δεν είναι ακόμα σαφής, μπορεί να επηρεάσει τη γονιμοποίηση ή/και την εμφύτευση του εμβρύου στη μήτρα.
Ο γυναικολόγος συνήθως υποψιάζεται την πιθανότητα ύπαρξης ενδομητρίωσης κατά την λήψη του ιστορικού από περιγραφές της ασθενούς για κοιλιακό άλγος, εντοπισμένο στα εξαρτήματα που επιτείνεται τις ημέρες της περιόδου (δυσμηνόρροια) και κατά τη σεξουαλική επαφή (δυσπαρεύνεια). Επίσης, από την γυναικολογική εξέταση με αναφερόμενο πόνο κατά την ψηλάφηση των ιερομητρικών συνδέσμων και από τις τιμές ενός καρκινικού δείκτη, του Ca-125 στα ανώτερα φυσιολογικά επίπεδα (10-35). Μπορεί να συνυπάρχουν ωοθηκικές κύστεις με χαρακτηριστική εικόνα κατά τη διενέργεια γυναικολογικού υπερήχου, οι οποίες ονομάζονται σοκολατοειδείς λόγω του καφεοειδούς και παχύρευστου περιεχομένου τους. Γυναίκες με ενδομητρίωση συνήθως έχουν και ψυχοσωματικά συμπτώματα όπως αϋπνία, αγχώδεις συνδρομές έως και κατάθλιψη. Η πιο σημαντική συνέπεια της ενδομητρίωσης όμως είναι η υπογονιμότητα.
Ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου , πολλές γυναίκες με ενδομητρίωση δεν εμφανίζουν όλα αυτά τα συμπτώματα – μερικές δεν εμφανίζουν κανένα, πέραν της υπογονιμότητας. Σε αυτές, η αδύναμια επίτευξης κύησης μετά από μήνες προσπαθειών τις οδηγούν στον ειδικό ιατρό για διερεύνηση.
Ο μοναδικός τρόπος για διάγνωση της ενδομητρίωσης είναι η διαγνωστική λαπαροσκόπηση, κατά την οποία ελέγχουμε την περιτοναϊκή κοιλότητα για εστίες ενδομητρίωσης και εμφυτεύσεις.
Διαπιστώνεται η βαρύτητα της ενδομητρίωσης ανάλογα με την έκταση των εστιών και το βάθος τους. Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί ότι η γονιμότητα της ασθενούς με ενδομητρίωση δεν σχετίζεται με τη βαρύτητα της νόσου.
Η φαρμακευτική αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης γίνεται με ορμονικά σκευάσματα του τύπου των αντισυλληπτικών δισκίων ή ενέσιμων σκευασμάτων προκαλώντας φαρμακευτική εμμηνόπαυση. Κατ’ αυτό τον τρόπο η νόσος καταστέλεται αλλά δεν εξαλείφεται πλήρως. Η θεραπεία της ενδομητρίωσης είναι κατά κανόνα χειρουργική με τη διενέργεια λαπαροσκόπησης για αφαίρεση των εστιών ενδομητρίωσης και τυχών ενδομητριωσικών κύστεων ωοθηκών. Στη συνέχεια καταστέλλεται φαρμακευτικά η λειτουργία των ωοθηκών για 1-6 μήνες. Η διαδικασία της λαπαροσκόπησης είναι πλέον στην εποχή μας ρουτίνα για τον εξειδικευμένο γυναικολόγο και συνήθως η ασθενής επιστρέφει στο σπίτι της το απόγευμα της ίδιας ημέρας και στις εργασίες της σε λίγες ώρες από την επέμβαση. Τα πλεονεκτήματα της ενδοσκοπικής χειρουργικής σε σχέση με το χειρουργείο ανοικτού τύπου είναι ποικίλα: από τις ελάχιστες μετεγχειρητικές επιπλοκές (φλεγμονές, κήλες, δημιουργία συμφύσεων), το ελάχιστο μετεγχειρητικό άλγος, την ταχύτερη ανάρρωση μέχρι και το άριστο αισθητικό αποτέλεσμα.
Πηγή : http://www.iatrikanews.gr/