‘Παρασύρουν’ οι χυμοί φρούτων τα παιδιά μας σε μια πιο ποιοτική διατροφή;

images_xymoi.jpg

H καθημερινή κατανάλωση χυμού φρούτων φαίνεται να συνδέεται με μεγαλύτερη επάρκεια σε απαραίτητες βιταμίνες και μέταλλα στις ηλικίες 9-13 ετών, σύμφωνα με τα ευρήματα μελέτης που διεξήχθη σε όλη την Ελλάδα και χρησιμοποίησε αντιπροσωπευτικό δείγμα.

Τα παραπάνω ευρήματα παρουσιάστηκαν από τον αναπληρωτή καθηγητή Διατροφικής Αγωγής και Αξιολόγησης του Χαροκοπείου Παναπιστημίου Αθηνών, Δρ Ιωάννη Μανιό, στα πλαίσια των εργασιών του 8ου Συνεδρίου DIETS της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Συλλόγων Διαιτολόγων (EFAD), που έλαβε χώρα στην Αθήνα, στις 9-12 Οκτωβρίου.

Στην παρουσίασή του, ο Δρ. Μανιός ανέφερε ότι τα παιδιά που κατανάλωναν καθημερινά χυμό φρούτων σε ποσότητες μεγαλύτερες του 1 ποτηριού (250ml) ήταν πιο πιθανό να προσλαμβάνουν επαρκείς ποσότητες ασβεστίου, σίδηρου, μαγνησίου, ψευδάργυρου, ριβοφλαβίνης, φυλλικού οξέος, πυριδοξίνης, βιταμίνη C, Α, Ε και Κ από τη διατροφή τους, συγκριτικά με τα παιδιά που δεν κατανάλωναν καθόλου χυμό. Μάλιστα, συγκεκριμένα για το σίδηρο, φάνηκε ότι τα παιδιά που κατανάλωναν τουλάχιστον 1 ποτήρι (250ml) χυμού ημερησίως κάλυπταν σχεδόν αποκλειστικά από τη διατροφή τους τις ημερήσιες ανάγκες τους σε σίδηρο. Τα νέα δεδομένα έρχονται να ενισχύσουν την αξία των μέχρι τώρα διαθέσιμων ερευνητικών ενδείξεων που υποστηρίζουν ότι η κατανάλωση χυμού φρούτων σχετίζεται με μια πιο ποιοτική διατροφή, που χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη επάρκεια θρεπτικών συστατικών.

Στην ίδια διάλεξη, ο Δρ Μανιός παρουσίασε ακόμα αδημοσίευτα δεδομένα της κατανάλωσης χυμού από 3 ευρωπαϊκές πολυκεντρικές μελέτες. Βάσει των δεδομένων που παρουσιάστηκαν, στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα, ο χυμός φρούτων φάνηκε ότι συνηθίζεται να καταναλώνεται σε μικρότερες ποσότητες συγκριτικά με τις χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης. Τα ευρήματα αυτά είναι σημαντικά καθώς αποτελούν τις πρώτες ενδείξεις ότι τα συμπεράσματα των επιδημιολογικών μελετών που έχουν διεξαχθεί σε ίδια ηλικιακά δείγματα, αλλά σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, δεν είναι εντέλει γενικεύσιμα, τόνισε ο Δρ Μανιός.

Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά έγινε στη σχέση μεταξύ κατανάλωσης χυμού φρούτων και συνηθειών του τρόπου ζωής. Σύμφωνα με τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν, ο χυμός φρούτων φάνηκε να αποτελεί σημαντική συνιστώσα του πρωινού των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Επιπλέον, για τα παιδιά που πηγαίνουν σχολείο αλλά και για τους γονείς τους, η κατανάλωση χυμού φάνηκε να συνδέεται με δραστηριότητες που σχετίζονται με αυξημένη σωματική δραστηριότητα (π.χ. αριθμός βημάτων). Βέβαια, αυξημένη κατανάλωση χυμού παρατηρήθηκε και στα παιδιά που είχαν περισσότερη σωματική αδράνεια (πχ/ ώρες τηλεθέασης) στην καθημερινότητά τους, χωρίς όμως αυτό να φάνηκε να επηρεάζει το σωματικό τους βάρος. Όπως εξήγησε ο Δρ. Μανιός, αυτό πιθανά οφείλεται στο γεγονός ότι ένα σωματικά δραστήριο άτομο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν περνά σημαντικό χρόνο της ημέρας του σε δραστηριότητες που ενέχουν σωματική αδράνεια.

Η καθημερινή και με μέτρο κατανάλωση χυμού φρούτων λοιπόν, σύμφωνα με την παραπάνω διάλεξη, μπορεί να παρασύρει τα ελληνόπουλα σε μια πιο πλήρη διατροφή και έναν πιο ισορροπημένο τρόπο ζωής. Αναμένουμε, ωστόσο, περισσότερες μελέτες στον τομέα αυτό ώστε να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε ακριβή συμπεράσματα.

Πηγή : http://www.nutrimed.gr