Από πού προκύπτουν το καλό και το κακό και πώς ο άνθρωπος μέσω της κατανόησής τους μπορεί να έχει μια προσέγγιση ηθικής για τις σχέσεις του με το συνάνθρωπο; Και πώς μπορεί ένα τέτοιο θέμα να δουλευτεί στην ψυχοθεραπευτική σχέση;
Μια τέτοια θεματική δεν μπορεί να απαντηθεί δίχως μια βουτιά σε μια πιο πνευματική/οντολογική ανάλυση. Εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να απαντηθεί μέσα και μόνο από ένα – όποιο – ψυχοθεραπευτικό μοντέλο και θα αποπειραθώ να απαντήσω με την άγουρη και κάπως περιορισμένη γνώση μου στον πνευματικό και οντολογικό τομέα.
Κατ’αρχήν, δεν πιστεύω στην οντολογική ύπαρξη του κακού, δηλαδή σε μια ξέχωρη, αυθύπαρκτη, όπως ο Θεός, δύναμη, η οποία και αυτή με τη σειρά της δημιουργεί κακές ενέργειες. Υπ’αυτήν την έννοια, δεν πιστεύω στο διάβολο ως δημιουργό, αλλά ως την όψη και έκφραση της κακής διαχείρισης από τον άνθρωπο της φθαρτότητας του κτιστού, δηλαδή, της πεπερασμένης, φθαρτής μας φύσης. Η δημιουργία εμπεριέχει το κτιστό και το άκτιστο, δηλαδή την ύλη και το πνεύμα (άυλο). Στον άνθρωπο, επειδή αυτός είναι δημιούργημα του Θεού καθ’εικόνα και ομοίωση και επειδή ο Θεός τον έφτιαξε για να Τον συντροφεύει και για να σχετίζεται με το πιο ξεχωριστό δημιούργημά Του, ‘παντρεύονται’ οι δύο φύσεις, όταν ο Θεός φυσάει το πνεύμα Του στους πρωτόπλαστους. Ως εκ τούτου, δημιουργείται στον άνθρωπο μία πάλη μεταξύ του φθαρτού και πεπερασμένου που θνίσκεται και του άυλου που παραμένει στους αιώνες.
Το ‘μη-καλό’, άρα το διανοητικά αντιλαμβανόμενο ως ‘κακό’ είναι προϊόν της ανθρώπινης νόησης των περιορισμών και όσων άλλων ‘κακών’ προκύπτουν από αυτούς της φθαρτής (της από πυλού φτιαγμένης) ανθρώπινης φύσης. Η σχέση με το Θεό φωτίζει και φέρνει στην επιφάνεια, αναδύει το ‘αποκεκρυμένο από τους αιώνες’, αυτό το οποίο είναι μυστικό, γιατί δεν είναι ύλη, δεν είναι χειροπιαστό και βιώνεται μόνο μέσω της πίστης και όχι της απόδειξης. Μέσα από αυτό, δηλαδή την πραγμάτωση της σχέσης με το Θεό, και μέσω μυστηριακών διαδικασιών, εγκαθιδρύεται σφοδρότερα η πίστη του ανθρώπου στον Θεό, αφού προτίστως αυτός έχει κάνει ένα τέτοιο άλμα παράδοσης και εμπιστοσύνης και στην καθ’εικόνα και ομοίωση Θεού ανθρώπινη δυναμική, στην άκτιστη και άρα άφθαρτη, ατελείωτη, μη πεπερασμένη και μη διεπόμενη από τη φθαρτότητα ύπαρξη. Σε αυτόν τον τόπο γεννάται και η ευκαιρία της ελπίδας μιας καλύτερης ζωής και στην εδώ και στην μετά θάνατον ύπαρξή μας. Η συνάντηση με το Θεό κάνει τον άνθρωπο να διαχειρίζεται την πεπερασμένη του κτιστότητα με πιο ενάρετο τρόπο, γιατί τώρα πια βλέπει τη Σωτηρία του από αυτά που τον καθιστούν φθαρτό και άρα παύει να πράττει άλογα και κινούμενος αποκλειστικά από τα ζωώδη ένστικτά του και πράττει σύμφωνα με το Λόγο του Κυρίου, καθοδηγούμενος και αφουγκραζόμενος αυτόν και όχι στηριζόμενος στην απλή λογική του.
Η μη επαφή με το Θεό συνιστά την ‘κόλαση’, δηλαδή την απομάκρυνση και απόσπαση από την ελπίδα της ζωής εν ακτίστη φύση, σε συνεχή σχέση και επαφή με το Θεό, και την αιώνια καταδίκη σε ένα κόσμο φθοράς. Η απουσία σχέσης Αγάπης με το Θεό, συνεπάγεται απουσία σχέσης Αγάπης και με τον άνθρωπο και οδηγεί ως εκ τούτου σε κτιστές, φθαρτές, περιορισμένες, άλογες, βιοδομικές αντιδράσεις διαχείρισης του τέλους, της φθαρτότητας, του θανάτου. Ως εκ τούτου, αν δεν υπήρχε η φθορά και ο θάνατος, ενδεχομένως, να μην υπήρχε και το ‘κακό’, δηλαδή η εντονότατη και συχνά ανεξέλεγκτη ενεργοποίηση ζωτικών (animal) και πρώιμων ενορμήσεων για τη διατήρηση της ζωής και την επιβίωση της σάρκας, όπως και με τα άλογα όντα. Όπως λοιπόν στο ζωικό βασίλειο, υπάρχει αλληλοσπαραγμός, εξουσία, βία, μαζί βέβαια και με άλλα πιο ‘καλά’ συναισθήματα, προκειμένου να πραγματώνεται η εξέλιξη των ειδών κατά Δαρβίνο, ομοίως φέρεται και ο άνθρωπος όταν δεν βλέπει το Θεό, γιατί τότε πράττει ως άλογο ον που σπεύδει μόνο ενστικτωδώς να αμυνθεί ενάντια στη φθαρτότητά του και να συνεχίσει το είδος του.
Υπάρχει δε διαφορά ανάμεσα στο ‘καλό’ που αποσκοπεί σε και πληρεί την ενστικτώδη συντήρηση της σάρκας και στο Καλό που υπηρετεί τη σχέση Αγάπης με το Θεό και το συνάνθρωπο και που μπορεί να έρχεται και σε αντίθεση με το ‘καλό της σαρκός’. Εκεί υπεισέρχεται το αυτεξούσιο και η ελεύθερη βούληση που ασκώντας ο άνθρωπος διαφοροποιείται από τα άλλα όντα.
Η σχέση με το Θεό, επιτρέπει την καλύτερη διαχείριση από τον άνθρωπο της κτιστής του φύσης και καθιστά τη ζωή του σε αυτόν τον τόπο πιο ενάρετη και με περισσότερο σεβασμό σε όλα τα άλλα όντα αλλά και στον υπόλοιπο υλικό κόσμο, γιατί μέσα από τη σχέση με το Θεό πληρώνεται η έννοια της Αγάπης, δηλαδή της συνειδητότητας ότι κάθε τι και κάθε ένας είναι μόνο σε σχέση με όλα τα άλλα και κυρίως σε σχέση με το Θεό και όχι αυθύπαρκτα, καταργώντας έτσι και την έπαρση της φαντασίωσης μιας ναρκισιστικής (που καταλύει το ‘σχετίζεσθαι’) παντοδύναμης αυθυπαρξίας. Ο άνθρωπος, λόγω της έμφυσης σε αυτόν της άκτιστης φύσης του Θεού, έχει τη δυνατότητα έναντι των ζώων, να αντιληφθεί, κυρίως βιωματικά αλλά και σε ένα βαθμό – αλλά ποτέ πλήρως – και διανοητικά, μέσω του Λόγου, την δύναμη της σχέσης του με το Θεό και να τον προσκαλέσει να κατοικήσει στην ψυχή του. Σε αντίθεση, ο διάβολος, δηλαδή, η άλογη δύναμη που διαβάλει, στρεβλώνει την άκτιστη φύση του ανθρώπου στο βωμό της σαρκικής του επιβίωης, μολύνει το πνεύμα του, και εδράζεται μόνο μέσα στα ένστικτά του, δεν κτυπάει την πόρτα για να μπεί, παρά, χωρίς την ευγένεια που χαρακτηρίζει το Θεό, μπαίνει απρόσκλητος όταν ο άνθρωπος απειλείται ως προς την υλική, φθαρτή του υπόσταση, κυριεύεται από ένστικτα εξουσίας και κυρίως όταν ο άνθρωπος δεν έχει μάθει να στρέφεται στη σχέση του με το Θεό και να θυμάται την σχέση Αγάπης με Αυτόν και τον συνάνθρωπο και τα άλλα όντα, ώστε να αντλεί από αυτό νόημα και δύναμη να αντιπαρέρχεται στη φθαρτότητά του και στη οδύνη που αυτή του προκαλεί, εφόσον πια έχει όχι μόνο ελπίδα αλλά και πίστη στην πνευματική του ύπαρξη που δεν περατώνεται με τον σαρκικό του θάνατο.
Οι πιο πνευματικοί άνθρωποι έχουν πάντα ένα μεγαλύτερο σεβασμό στην αλληλοσυσχέτιση και αλληλοεξάρτηση, αντιλαμβάνονται το μεγαλείο της Αγάπης σε αντίθεση με την καταστρεπτικότητα που απορρέει από την προσκόλληση σε ιδέες ή αντικείμενα του κτιστού κόσμου και άρα φθαρτά και συνήθως δείχνουν μια άλλη υπομονή, αντοχή ή ίσως και αγκαλιά απέναντι στον ανθρώπινο πόνο. Τον αντιλαμβάνονται ως κάτι παροδικό που υπο-φέρεται, όταν κανείς δεν προσκολλάται σε αυτόν ως έχων υπαρκτική οντότητα.
Δεν λειτουργεί το να προσπαθούμε να υπερβούμε τη φθαρτή μας φύση, χρησιμοποιώντας ακριβώς αυτό το οποίο προσπαθούμε να υπερβούμε, δηλαδή φθαρτά μέσα!!!!!! Για να υπερβούμε το φθαρτό, πρέπει να στραφούμε στο άφθαρτο και ο Θεός είναι πάντα εκεί να μας περιμένει. Μας έδωσε ένα δώρο, μια ευλογία, που δεν έδωσε σε κανένα άλλο δημιούργημά Του, που να γνωρίζουμε εμείς τουλάχιστον, και υπομονετικά περιμένει από εμάς να χρησιμοποιήσουμε αυτό το δώρο, ασκώντας την ελεύθερη βούλησή μας, το αυτεξούσιό μας. Νομίζω πως κλαίει περισσότερο με τις πτώσεις μας απ’ό,τι εμείς οι ίδιοι… Φανερώνεται δε σε όλα τα μέρη, ακόμα και στα χειρότερα, όταν ψάχνεις να Τον βρείς…
Όσον αφορά στην ψυχοθεραπεία, είναι σίγουρα ένα περιορισμένο, εξ ορισμού, μέσο που όμως μπορεί να δώσει μια ευκαιρία να συναντήσει ο άνθρωπος το Θεό, μιας και το Θεό μπορεί να τον συναντήσει κανείς πάντα στο συνάνθρωπό του. Η ψυχοθεραπεία πραγματεύεται το κτιστό, τη φθαρτότητά μας και τη διαχείριση αυτού μέσω της άσκησης της προσωπικής μας βούλησης και φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την ευθύνη της απέραντης ελευθερίας που ενυπάρχει μέσα στην άσκηση του αυτεξούσιου. Δεν είναι μια ελευθερία ανάλαφρη. Διαπιστώνουμε συχνά πως ο άνθρωπος δεν θέλει να σηκώνει την ευθύνη του εαυτού του και προτιμά να ρίχνει τις ευθύνες για τα κακώς κείμενα κάπου εκτός του εαυτού του. Αυτό δυστυχώς τον αποδυναμώνει και κάνει τη φθαρτότητά του ακόμα πιο αβάσταχτη μιας και αισθάνεται έρμαιο αυτής και όχι κύριος και οδηγός έστω αυτής της γήινης ύπαρξής του. Μέσω μιας ψυχοθεραπευτικής σχέσης που αφυπνίζει το κομμάτι της ελευθερίας της βούλησης και άρα της ευθύνης και της συμμετοχής στην ανθρώπινη σχέση, θεραπευτής και θεραπευόμενος έχουν την ευκαιρία να συναντήσουν τον Θεό, την Αγάπη Του και την ασπίδα στον πόνο και στη φθορά που προσφέρει μια πιο πνευματική προσέγγιση ζωής. Δεν καταφέρνουμε παρά μόνο μικρά πράγματα με το νού μας, το μυαλό μας. Τα μεγάλα πράγματα δίνονται σ’εμάς όταν τα ζητάμε, ανοίγουμε την καρδιά μας κι εναποθέτουμε την εμπιστοσύνη μας γι’αυτά… Το να ζητάς είναι αρετή γιατί προϋποθέτει μια βαθειά κατανόηση του ότι δεν έχεις, δεν καταφέρνεις, δεν είσαι ο μέγιστος παρά ίσως ο ελάχιστος…
Έτσι, σε μια ψυχοθεραπευτική σχέση καλείται ο θεραπευόμενος, ως ισότιμος συμμετέχων στη σχέση με το θεραπευτή του , αλλά και στη σχέση του με το Θεό και τους άλλους συνανθρώπους, να κάνει το άλμα της πίστης, δηλαδή της εμπιστισύνης στον άλλο και να αφεθεί στη φροντίδα που δεν αποσκοπεί να του χαϊδέψει τ’αυτιά, αλλά να τον αγρυπνίσει ως προς το δικό του ρόλο απέναντι στη ζωή του, στον εαυτό του και στους άλλους. Τον προσκαλεί δηλαδή η θεραπευτική διαδικασία να αναλάβει την πολύτιμη ελευθερία του και να την ασκήσει με τρόπο ωφέλιμο προς τον εαυτό και τον συνάνθρωπο. Αυτό δεν είναι πάντοτε εύκολο ή ευδιάκριτο, ειδικά στην αρχή, γιατί τα βάσανα και ο ανθρώπινος πόνος από τη φυλακή της φθαρτότητάς μας, επιζητά μια πιο γήινη παρηγοριά που παίρνει τη μορφή στήριξης και δικαιολόγησης και μιας συμπόνιας που ίσως να μην θίγει την προσωπική ευθύνη του ατόμου, ενδεχομένως για να μην υπερτονίσει τους δικούς του περιορισμούς και τις δικές του αδυναμίες. Αν μείνουμε όμως μόνο σε αυτό και δεν προχωρήσουμε στην πρόσκληση για ανάληψη προσωπικής ευθύνης, τότε ως θεραπευτές υπογραμμίζουμε και ενισχύουμε το αβοήθητο, μην προσφέροντας παρά παροδικές λύσεις.
Αγγίζοντας τις έννοιες της Αγάπης, της αξίας της συσχέτισης και της ανάληψης προσωπικής ευθύνης για τα δρώμενα της ζωής μας, καλούμε τον ασθενή μας να ενδυναμωθεί και παρέχουμε επίσης μια ευκαιρία για συνάντηση με το Θεό.
Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια