Η συχνή κατανάλωση του τσαγιού έχει συνδεθεί με πολλά οφέλη για την υγεία, όπως η μείωση του κινδύνου ανάπτυξης καρδιοπαθειών, η βελτίωση της αρτηριακής πίεσης, η απώλεια του περιττού βάρους και η προστασία έναντι ορισμένων μορφών καρκίνου.
Τώρα, μια μελέτη έρχεται για να δείξει ότι οι βιολογικές επιδράσεις του τσαγιού μπορούν να επεκταθούν και σε γενετικό επίπεδο: Η κατανάλωση τσαγιού μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται το DNA, κάτι που μπορεί να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στην ευαισθησία να αναπτύξουμε ορισμένες ασθένειες καθώς και στη γενική κατάσταση της υγείας μας.
Το περιβάλλον στο οποίο αναπτυσσόμαστε και η συμπεριφορά που έχουμε απέναντι στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος μπορεί να προκαλέσουν χημικές τροποποιήσεις στο σώμα και να επηρεάζουν γονίδια που ενεργοποιούνται και απενεργοποιούνται.
Ο όρος που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες για να δείξουν τις χημικές τροποποιήσεις που εισάγει το κυτταρικό περιβάλλον στη δομή και την οργάνωση του DNA ως «απάντηση» του οργανισμού στις εξωγενείς πιέσεις ή σε σημαντικές περιβαλλοντικές αλλαγές είναι η επιγενετική.
Σε νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Human Molecular Genetics, η κατανάλωση τσαγιού από γυναίκες που πήραν μέρος στην έρευνα συσχετίστηκε με επιγενετικές αλλαγές σε 28 διαφορετικές περιοχές γονιδίων που είναι γνωστό ότι αλληλεπιδρούν με τον μεταβολισμό του καρκίνου ή των οιστρογόνων.
Ο καφές, από την άλλη πλευρά, δεν συσχετίστηκε με επιγενετικές αλλαγές – υποδηλώνοντας ότι ενώ και τα δύο ροφήματα είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικά και φαίνεται να έχουν οφέλη για την υγεία, μπορεί να επηρεάσουν το σώμα με διαφορετικούς τρόπους. Αυτές οι αλλαγές δεν παρατηρήθηκαν επίσης στους άνδρες που έπιναν τσάι. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι το τσάι επηρεάζει τις γυναίκες με διαφορετικό τρόπο (μέσω οδών που σχετίζονται με τα οιστρογόνα), υποστηρίζουν οι συγγραφείς της μελέτης. Υπάρχει πιθανότητα ωστόσο τα αποτελέσματα αυτά να σχετίζονται με τη χαμηλή κατανάλωση τσαγιού από τους άντρες σε σχέση με τις γυναίκες.
Η μελέτη εξέτασε δείγματα DNA από περισσότερους από 3.000 ενήλικες που συμμετείχαν σε διάφορες μελέτες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Εκτός από τη διατροφική τους συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής τους, οι συμμετέχοντες ανέφεραν πόσο συχνά έπιναν καφέ και τσάι. Η ανάλυση προσαρμόστηκε ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, το κάπνισμα και οι επιδράσεις του καφέ και του τσαγιού προσαρμόστηκαν μεταξύ τους.
Δεν υπήρχαν πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή των ατόμων που καταναλώσαν τακτικά τσάι ή/ και καφέ.. “Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι σε κάθε συμμετέχουσα χώρα τα άτομα πίνουν κυρίως μαύρο τσάι”, δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας Weronica Ek, ερευνήτρια στο τμήμα ανοσολογίας, γενετικής και παθολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Η Ek δεν μπορεί να πει πόσος χρόνος ή πόσο συχνά ένα άτομο πρέπει να πίνει τσάι για να φτάσει σε αυτές τις επιγενετικές αλλαγές, αλλά ελπίζει να απαντηθεί σύντομα το ερώτημα αυτό μέσα από μελλοντικές έρευνες.
Επίσης επισημαίνει ότι πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση τσαγιού μπορεί να παίξει ρόλο στην καταστολή της εξέλιξης του όγκου, στη μείωση της φλεγμονής και στη μείωση των επιπέδων των οιστρογόνων στις γυναίκες. «Αυτές οι επιγενετικές αλλαγές θα μπορούσαν πράγματι να είναι ένας μηχανισμός πίσω από τις αναφερθείσες επιπτώσεις στην υγεία», λέει, προσθέτοντας ότι η θεωρία πρέπει να επιβεβαιωθεί σε μεγαλύτερες μελέτες παρακολούθησης.
Τέλος, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι σε μελέτες σχετικά με τα οφέλη για την υγεία του καφέ και του τσαγιού, συνήθως εμπλέκονται πολλοί άλλοι παράγοντες.
Για παράδειγμα οι καταναλωτές του καφέ στη μελέτη καπνίζουν περισσότερο από όσους καταναλώνουν τσάι. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι οι πότες του τσαγιού είναι πιο υγιείς σε σύγκριση με τους πότες του καφέ επειδή απλούστατα δεν καπνίζουν σε μεγάλο ποσοστό ή ότι οι άνθρωποι που προσέχουν περισσότερο την υγεία τους θεωρούν το τσάι πιο υγιεινό ρόφημα σε σχέση με τον καφέ. Έτσι, είναι πιο υγιείς όχι μόνο λόγω του τσαγιού αλλά λόγω της συνολικής διατροφικής τους συμπεριφοράς.