Η γεύση είναι μία από τις πέντε βασικές μας αισθήσεις και μας βοηθάει στην αντίληψη της ποιότητας των τροφών και των υγρών στο στόμα.
Αυτή είναι και ένας από τους κυριότερους παράγοντες που καθορίζουν τελικά τις τροφικές μας προτιμήσεις, από πολύ νωρίς μέχρι και την ενήλικο ζωή.
Η διατροφική συμπεριφορά των παιδιών καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αποδοχή ή όχι μιας γεύσης. Κάποιες από αυτές, μάλιστα, φαίνεται να είναι βιολογικά προκαθορισμένες. Ο βαθμός στον οποίο οι γεύσεις αρέσουν ή δεν αρέσουν, φαίνεται τελικά να καθορίζεται από γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, από την εκμάθηση αλλά και από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών.
Ξεκινώντας από την κύηση…
Η αίσθηση της γεύσης δημιουργείται και ωριμάζει σε ένα πρώιμο στάδιο, με τους πρώτους γευστικούς κάλυκες να εμφανίζονται στις 7-8 εβδομάδες κύησης. Το έμβρυο καθημερινά εκτίθεται σε ένα μεγάλο αριθμό γευστικών ουσιών καθώς οι γεύσεις από τη δίαιτα της μητέρας περνούν στο αμνιακό υγρό. Αρωματικές ουσίες στο αμνιακό υγρό ενεργοποιούν τους εμβρυϊκούς υποδοχείς γεύσης αμέσως μόλις το έμβρυο ξεκινά να καταπίνει (περίπου στη 12η εβδομάδα κύησης).
Τι συμβαίνει στα βρέφη…
Πολυάριθμες μελέτες δείχνουν ότι τα βρέφη, ήδη από τις πρώτες ώρες της ζωής τους, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στη διέγερση της αίσθησης της γεύσης. Μάλιστα, παρουσιάζουν διαφορετικές εκφράσεις ανάλογα με το πικρό, ξινό ή γλυκό ερέθισμα, με ιδιαίτερα ευχάριστη ανταπόκριση στη γλυκιά γεύση. Εντυπωσιακό είναι πως τα πρόωρα βρέφη φαίνεται να πιπιλίζουν σε ταχύτερο και ισχυρότερο βαθμό μια γλυκιά θηλή σε σχέση με μία μη γλυκιά, ενώ παράλληλα τα νεογνά παρουσιάζουν αυξημένο καρδιακό ρυθμό, όταν μία γλυκιά ουσία βρεθεί στη στοματική τους κοιλότητα. Η έμφυτη προτίμηση για τη γλυκιά γεύση ερμηνεύεται κυρίως από το γεγονός ότι αυτή υποδεικνύει μια πηγή ενέργειας που είναι μη δηλητηριώδης και συνεπώς ασφαλής προς βρώση. Από την άλλη μεριά, μια πικρή γεύση προειδοποιεί για ενδεχόμενη τοξική ουσία ή δηλητηριώδες τρόφιμο. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τις άλλες γεύσεις: η αλμυρή για παράδειγμα, συνήθως υποδεικνύει την ύπαρξη μεταλλικών στοιχείων.
Παιδική ηλικία
Στοιχεία μελετών δείχνουν πως η αυξημένη προτίμηση για τη γλυκιά γεύση, που παρατηρείται κατά την παιδική ηλικία, τείνει να μειώνεται με το πέρασμα των χρόνων προς την ενήλικο ζωή. Και αυτό γιατί κατά τη γέννηση, η στοματική κοιλότητα έχει μεγαλύτερο αριθμό γευστικών καλύκων που ανταποκρίνονται στο γλυκό ερέθισμα, ο οποίος φαίνεται να μειώνεται σταδιακά καταλήγοντας σε αυτόν των ενηλίκων κατά το τέλος της δεύτερης δεκαετίας. Η γλυκιά γεύση δρα σαν αναλγητικό στην παιδική ηλικία, αλλά υπάρχουν διαφοροποιήσεις ως προς τα επίπεδα της επιθυμητής γλυκύτητας και της αποτελεσματικότητας ως αναλγητικό. Η ευαισθησία στη γλυκιά και αλμυρή γεύση αυξάνεται ιδιαίτερα από την ηλικία των 3 χρονών και πάνω.
Γενετική διαφοροποίηση φαίνεται να υπάρχει και ως προς την ευαισθησία στην πικρή γεύση. Και αυτό είναι κάτι που παίζει σημαντικό ρόλο στην αποδοχή ή στην απόρριψη πικρών τροφίμων, όπως τα λαχανικά, από τα παιδιά.
Η αποδοχή όμως μιας νέας γεύσης από παιδιά ηλικίας μέχρι 5 ετών, παρατηρείται, συνήθως, μετά από την έκθεσή τους σε αυτήν 5 με 10 φορές τουλάχιστον. Σύμφωνα μάλιστα με τους ερευνητές, η ανταπόκριση στην ξινή και πικρή γεύση βελτιώνεται με την εμπειρία και την εκπαίδευση.
Έτσι λοιπόν, ο παράγοντας γεύση και πώς αυτή διαμορφώνεται από διάφορους γεννετικούς παράγοντες θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τις διατροφικές συνήθειες και προτιμήσεις των παιδιών.
Πηγή : http://www.nutrimed.gr