«Μα, τι θα πει ο κόσμος;» Ερώτημα ζωής. Από τις πλέον καίριες φράσεις, που αφυπνίζουν ακόμη και ζωντανούς πεθαμένους. Κυρίως αυτούς! Σ’ αυτούς εξάλλου απευθύνεται, η θεία αυτή διερώτηση.
Σ’ όσους δε μπόρεσαν να αντισταθούν στην κοινωνία και τις υποδείξεις της. Σ’ όσους πιάστηκαν στα δίχτυα της και έσπευσαν να κτίσουν τη ζωή και τη ζαχαρένια τους, με τρόπο που να ικανοποιεί τις «κατευθυντήριες γραμμές» και τα checklists του όχλου που τους περιτριγυρίζει. Σ’ αυτούς που φοβήθηκαν να ξεχωρίσουν, μέσα από τη μοναδικότητα του δεσοξυριβοζονουκλεϊνικού τους οξέος. Σ’ αυτούς που μοιραία έβαλαν τον κόσμο, πάνω από το δικό τους, μοναδικό δακτυλικό αποτύπωμα.
Καθόλου λίγοι όλοι εκείνοι οι δάσκαλοι που έπρεπε να ακολουθήσουν ένα σίγουρο επάγγελμα. Όλες αυτές οι γυναίκες που έπρεπε να βρουν έναν καλό άντρα να γεννοβολήσουν τους απογόνους τους. Καθόλου λίγοι ούτε κι εκείνοι οι γιατροί, που έπιασαν το νυστέρι στα χέρια τους, γιατί, πως αλλιώς θα αποκτούσαν το κύρος που τους άξιζε; Ούτε κι οι παντρεμένοι που παρέμειναν παντρεμένοι ακόμη κι όταν έγιναν πιο χωρισμένοι από τους χωρισμένους, γιατί τι θα πει η κοινωνία και το status quo;
Ζωές χαράμι στο βωμό ενός «τι θα πει ο κόσμος», που ξύπνησαν όταν ήταν πια στον αναπνευστήρα, με τις μισές αρτηρίες κλειστές και την κεντρική να αιμορραγεί ακατάσχετα. Ζωές που συμβιβάστηκαν λίγο πολύ περισσότερο από ό,τι έπρεπε, γιατί νόμισαν πως μόνον έτσι θα τους άντεχε το σχοινί. Πως μόνον έτσι θα άκουγαν το χειροκρότημα.
Μην αφήσετε και τη δική σας ζωή να πάει στράφι, στο θυσιαστήριο ενός «κόσμου». Να θυμάστε, πως τελικά, ο κόσμος δεν είπε τίποτα. Δεν είπε και δεν προτίθεται να πει, ποτέ, τίποτα. Ο κόσμος, τελικά, κοιμήθηκε, βυθισμένος στα δικά του ζόρια, στις δικές του ανησυχίες και δε βρήκε καμία διάθεση να αρθρώσει λέξη. Ο κόσμος, μόλις βράδιασε, κουρασμένος κι αυτός από τον κάματο της μέρας, έκλεισε την πόρτα του σπιτιού του και ως ένας άλλος κατεργάρης, πήγε να ξαποστάσει στον πάγκο του.
Γι’ αυτό μας λέω συνάνθρωποι. Αντί για προσευχή το βράδυ, ας κάνουμε αυτή τη ρητορικότατη ερώτηση προτού ξαποστάσουμε το μυαλό στο μαξιλάρι. Κι ας θυμίζουμε, κάθε μα κάθε νύχτα, στον εαυτό μας, ότι αυτός και μόνον αυτός έχει τον έλεγχο των πιο κρυφών κυττάρων μας!
Πηγή : http://enallaktikidrasi.com/