Ξυπνήστε μια μέρα με καθαρό μυαλό. Ξεχάστε όποιον κι αν βρίσκεται κοντά σας για λίγα δευτερόλεπτα. Αγνοήστε ότι ίσως δεν έχετε και πάλι λεφτά, και σβήστε απ το μυαλό σας τα μπιλιέτα –βαμπίρ λογαριασμών, οφειλών και εφορίας.
Κοιτάξτε τον ήλιο, τον καθαρό ουρανό, το δεντράκι που άνθισε, και δείτε μόνον ό,τι σας δίνει ελάχιστη, έστω, χαρά.
Αναπνεύστε. Και επιμείνετε να κρατήσετε την αισιοδοξία σας όσο γίνεται μέσα στην μέρα πιο πολύ.
Σύντομα θα συναντήσετε το πρώτο άτομο, -οικείο, φίλο, συνάδελφο, σύζυγο ή συγγενή- που τα βλέπει όλα μαύρα απ το πρωί. (Διόλου δύσκολο άλλωστε).
Καταβάλετε κάθε προσπάθεια εσείς να μείνετε βράχος. Αυτό είναι το δύσκολο.
Από εκείνη την στιγμή και έπειτα θα αρχίστε όλο και πιο συχνά να παρατηρείτε. Πόσο σας επηρεάζουν οι γύρω και η γκρίνια τους, πόσο σας μεταδίδουν την δική τους απελπισία, πόσο η κατάθλιψη των άλλων ευθέως σας απειλεί.
Στους καιρούς που κοινωνίες ολόκληρες βυθίζονται σε μαζική απόγνωση ή κατάθλιψη, -με πρώτο «πιλότο» εδώ και τρία χρόνια την ελληνική κοινωνία- η έρευνα της μαζικής ψυχολογίας επιχείρησε … να σπάσει τους κώδικες, και κυρίως την αλληλουχία των αντιδράσεων που μετατρέπουν αρνητικά ή και θετικά συναισθήματα του ενός σε ασθένεια των πολλών.
Το βέβαιο είναι ότι η μιζέρια είναι viral, και συγκεκριμένα οι καταθλιπτικές σκέψεις είναι αυτές που χαρακτηρίζονται άκρως μεταδοτικές.
Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την κατάθλιψη ως μια χημική ανισορροπία του εγκεφάλου, οι επιστήμονες πλέον διαλαλούν ότι ο κοινωνικός περίγυρος του κάθε ατόμου και ο τρόπος που βλέπει κανείς τον εαυτό του και τον κόσμο, είναι προδιαθεσιακοί παράγοντες ικανοί να προκαλέσουν και να διατηρήσουν την ασθένεια στη ζωή ενηλίκων και νεαρών.
«Ο τρόπος σκέψης είναι από τους κυριότερους παράγοντες κινδύνου για την κατάθλιψη», λέει ο Gerald Haeffel, αναπληρωτής καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Notre Dame, που μόλις δημοσίευσε τα αποκαλυπτικά αποτελέσματα της έρευνάς του.
«Το πώς αντιλαμβάνεται κανείς το γενικότερο άγχος της ζωής, όπως και τα negative moods, – οι αρνητικές διαθέσεις με συχνότητα και σταθερή παρουσία στην ημερήσια διάθεση-, είναι αντιπροσωπευτικοί δείκτες επιστημονικά για την πρόβλεψη της εμφάνισης της κατάθλιψης στο μέλλον της ζωής ενός ατόμου.»
Ο Haeffel και η ομάδα του εξέτασαν δύο είδη σκέψης που έχουν συνδεθεί στο παρελθόν ερευνητικά με την κατάθλιψη. Τις εμμονές και την απελπισία.
Η εμμονή για τους ψυχιάτρους είναι το διαρκές αναμάσημα. Το άτομο που αναμασά τα άγχη του εστιάζει αναπόφευκτα στην αρνητική διάθεση, διευρύνει και μεγιστοποιεί τις ανησυχίες στο πώς το γιατί, αναλογίζεται τις επιπτώσεις, και πάλι από την αρχή.
Αντίθετα κάποιος που δεν πάσχει από εμμονές, όσο ανήσυχος ή στενοχωρημένος κι αν είναι, μπορεί να αποσυνδεθεί ευκολότερα από το στρες και τα προβλήματα κάνοντας και έναν περίπατο, πχ, έστω και για λίγα λεπτά προσωρινά.
Η απελπισία κατά τον Haeffel συνδέει τα επίπεδα της αυτοεκτίμησης με τις επιπτώσεις και τις συνέπειες ενός γεγονότος.
Για παράδειγμα, ένα άτομο που αισθάνεται απελπισία, όταν απολυθεί θα το δει ως προσωπική αποτυχία και ως «σημάδι» ότι δεν θα ξαναβρεί δουλειά ποτέ. Αντίθετα ο πιο αισιόδοξος, θα το αποδώσει στην γενικότερη κατάσταση της οικονομίας και ίσως,ως μια ευκαιρία να βρεί άλλη, διαφορετική και ίσως καλύτερη δουλειά που εν τέλει θα τον ευχαριστεί.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η απελπισία δεν είναι μεταδοτική.
Είναι όμως, αντίθετα, το «αναμάσημα» και οι εμμονές.
Η εγκατάσταση της απελπισίας σχετίζεται με βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις της κάθε προσωπικότητας ξεχωριστά και διεισδύει δυσκολότερα στον τρόπο σκέψης των άλλων.
Η εμμονή από την άλλη πλευρά, είναι πιο εύκολο να αντικατοπτρισθεί, αλλά και να εγκατασταθεί μεταδίδοντας την έμφαση στις αρνητικές σκέψεις, το focus στην θλίψη και την συνεχή συζήτηση για τις πλέον σκοτεινές προοπτικές.
Τα συμπτώματα της κατάθλιψης επίσης δεν είναι μεταδοτικά.
Η συγκατοίκηση με καταθλιπτικό άτομο, πχ, δεν αυξάνει τον κίνδυνο για την ανάπτυξη της ψυχικής ασθένειας.
Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι φοιτητές που συγκατοικούσαν με άτομα με εμμονές είχαν διπλασιάσει μέσα σε τρεις μήνες την εμφάνιση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων σε σχέση με εκείνους που δεν έτυχε να συγκατοικήσουν με τέτοια άτομα, ή, ενσυνείδητα μετά από τρεις μήνες εξέφραζαν την αντίθεση τους με εμμονικές των άλλων πρακτικές.
Ο κίνδυνος να «κολλήσει» κατάθλιψη κανείς, μεγιστοποιείται όσο αυξάνονται στη ζωή του τα προβλήματα και τα επίπεδα του στρες.