Ο ιός της γρίπης απομονώθηκε στους ανθρώπους για πρώτη φορά το 1933. Οι ιοί της γρίπης είναι μέλη της οικογένειας των ορθομυξοιών και δομικά χαρακτηρίζονται από ένα κεντρικό ριβονουκλεοτιδικό πυρήνα, που περιβάλλεται από μία θήκη στην οποία ευρίσκονται λιπίδια και γλυκοπρωτεΐνες. Το γένωμα του ιού είναι RNA.
Ανάλογα με τα γενικά αντιγονικά χαρακτηριστικά, οι ιοί της γρίπης διαιρούνται σε γενικούς τύπους (Α, Β, C κλπ). Οι πιο σοβαρές επιδημικές εξάρσεις προκαλούνται από ιούς γρίπης Α. Οι επιδημίες αρχίζουν απότομα, κορυφώνονται σε διάστημα 2-3 εβδομάδων, διαρκούν 2-3 μήνες και υποχωρούν εξίσου γρήγορα όπως άρχισαν. Η μετάδοση της γρίπης, γίνεται μετά από ενοφθαλμισμό του ιού στο αναπνευστικό σύστημα, με τον βήχα, τον πταρμό, αλλά και με μολυσμένα αντικείμενα. Γενικώς, ο χρόνος επώασης είναι μία με τρεις ημέρες. Η αποβολή του ιού διακόπτεται συνήθως εντός δύο με πέντε ημερών μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Η γρίπη χαρακτηρίζεται από αιφνίδια έναρξη πυρετού, 38-41 βαθμούς, πόνους στους μύες, πονοκέφαλο, βήχα, πρήξιμο αδένων, ρίγη, αίσθημα κακουχίας. Παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα άτομα εμφανίζουν την εικόνα που προαναφέρεται, το φάσμα των κλινικών εκδηλώσεων είναι ευρύ και κυμαίνεται από ελαφρά απύρετη αναπνευστική νόσο όπως το κοινό κρυολόγημα έως την σοβαρή εξάντληση. Ο πυρετός εμφανίζει ταχεία άνοδο κατά το πρώτο 24ωρο και πέφτει βαθμιαία σε διάστημα δύο – τριών ημερών, αν και περιστασιακά διαρκεί επί μία εβδομάδα. Παρά το γεγονός ότι η νόσος γενικά λύεται εντός δύο πέντε ημερών, σε μικρό αριθμό ατόμων εμφανίζονται επιπλοκές.
Το σύνδρομο κόπωσης ή εξάντλησης μετά από γρίπη είναι σύνδρομο σημαντικής εξασθένησης που εμφανίζει μια σημαντική μειονότητα ασθενών που αναρρώνει από τη νόσο. Το σύνδρομο εμφανίζεται συχνότερα σε ηλικιωμένα άτομα και είναι πιθανόν να επιμείνει επί εβδομάδες μετά την αποδρομή της νόσου. Σε ορισμένες περιπτώσεις διαταράσσεται πλήρως η ικανότητα του ανθρώπου να εκτελεί απλά καθημερινά καθήκοντα. Η κατάσταση χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενέργειας, που εκδηλώνεται είτε ως μείωση της ικανότητας εκτέλεσης απλών κινήσεων λόγω μυϊκής αδυναμίας, είτε ως εύκολη εξάντληση μετά ή κατά την διάρκεια μυϊκής προσπάθειας, είτε ως αίσθημα πνευματικής κόπωσης που εμποδίζει την εκτέλεση πνευματικών δραστηριοτήτων ή καθημερινών δραστηριοτήτων που προϋποθέτουν ψυχική συγκέντρωση. Το σύνδρομο αυτό ποικίλλει σε σοβαρότητα και βαρύτητα.
Διακρίνουμε:
Απλό σύνδρομο χρόνιας κόπωσης μετά από γρίπη
Πρόκειται για το πιο σύνηθες σύνδρομο. Η πρόγνωσή του είναι καλή. Η κόπωση δεν συνοδεύεται από αντικειμενικά σημεία χαλαρής παράλυσης ή λύσης μυών. Συνήθως περιλαμβάνει μεικτό σωματικό πνευματικό στοιχείο, με προεξάρχουσα την πνευματική συνιστώσα της κόπωσης (αδυναμία συγκέντρωσης, εύκολη διανοητική κόπωση). Η έντονη διέγερση του ανοσοποιητικού που περιλαμβάνει παραγωγή αντισωμάτων (ανιχνεύονται πολλές φορές μετά το δεκαήμερο), παραγωγή ιντερφερονών, κινητοποίηση του σπλήνα, κινητοποίηση κυτταροτοξικών λεμφοκυττάρων. Ορισμένες φορές κατά την έντονη αυτή κινητοποίηση συμβαίνουν δυσλειτουργίες, που συντελούν στην πυροδότηση χρόνιας κόπωσης, μετά την κατά τα λοιπά ομαλή αποδρομή της γρίπης.
Σύνδρομο κόπωσης από μυοσίτιδα, ραβδομυόλυση
Πρόκειται για σοβαρή σωματική κόπωση, χαρακτηριζόμενη από έντονη ευαισθησία ή πόνους στην περιοχή των μυών, που οφείλεται σε λύση μυϊκών κυττάρων, έξοδο μυοσφαιρίνης-μυικών ενζύμων στο αίμα. Λόγω της λύσης των μυϊκών κυττάρων υπάρχει σοβαρού βαθμού σωματική αδυναμία. Η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε ηλεκτρολυτικές διαταραχές, νεφρική ανεπάρκεια, πολυοργανική βλάβη και είναι σπάνια επιπλοκή της γρίπης.
Σύνδρομο Guillain Barré
Πρόκειται για σοβαρή σωματική κόπωση από οξεία, συνήθως ταχέως εξελισσόμενη πολυνευροπάθεια που χαρακτηρίζεται από μυϊκή αδυναμία και διαταραχή αισθητικότητας. Πρόκειται για ποικίλου βαθμού κινητική παράλυση. Το σύνδρομο είναι σπάνιο και εμφανίζεται πέντε ημέρες –τρεις εβδομάδες μετά την γρίπη.
Kατά την ιατρική εξέταση, αξιολογείται με απλές δοκιμασίες που πραγματοποιούνται στο ιατρείο, εάν υπάρχει αντικειμενικώς σωματική συνιστώσα με μείωση της δύναμης των μυών του σώματος ή όχι, εάν η κόπωση είναι εστιακή αφορά δηλαδή συγκεκριμένη ομάδα μυών ή περιοχή του σώματος ή είναι γενικευμένη, εάν υπάρχουν διαταραχές των νεύρων που ρυθμίζουν την ομαλή κίνηση των αντίστοιχων μυών ή το πρόβλημα εντοπίζεται μεμονωμένα στο μυ, οπότε αναλόγως κατευθύνεται ο διαγνωστικός έλεγχος. Αδυναμία ή κόπωση χωρίς αντικειμενικά ευρήματα μείωσης μυϊκής ισχύος ή παράλυσης κατά την ιατρική εξέταση, αποτελεί χαρακτηριστικό του απλού συνδρόμου χρόνιας κόπωσης μετά από γρίπη. Η σωστή παθολογική εξέταση είναι σημαντική για τη σωστή διάγνωση και θεραπεία.