Σε κατά τα λοιπά υγιείς ανθρώπους, υπέρταση υπάρχει, όταν ο μέσος όρος των μετρήσεων της διαστολικής πίεσης («μικρή» πίεση), είναι μεγαλύτερος ή ίσος από 90mmHg, όπως μετράται με ειδικά όργανα, τα πιεσόμετρα. Υπέρταση υπάρχει επιπροσθέτως και όταν ο μέσος όρος των μετρήσεων της συστολικής πίεσης («μεγάλη» πίεση), είναι μεγαλύτερος ή ίσος από 140mmHg. Σε περίπτωση άλλης παθήσεως, όπως αυξημένου σακχάρου, χοληστερόλης, καρδιακής ή νεφρικής παθήσεως, τα όρια αυτά είναι συχνά πιο αυστηρά. Για τον λόγο αυτό η ελληνική τακτική της παρακολούθησης της πίεσης στο φαρμακείο σε περιπτώσεις ανθρώπων με πολλαπλά προβλήματα υγείας, είναι λανθασμένη, διότι τα κοινά όρια της πίεσης, πολλές φορές δεν ισχύουν για αυτά τα άτομα.
Μία μόνο παθολογική τιμή δεν θέτει την διάγνωση της υπέρτασης, απαιτεί όμως περαιτέρω μετρήσεις.
H πίεση του αίματος στο φυσιολογικό άτομο, διατηρείται σε στενά όρια, υπακούοντας σε πολλά συστήματα ρύθμισης. Πολύπλοκοι νευρικοί και ορμονικοί υποδοχείς αντιδρούν ταχέως και σε βάθος χρόνου σε μικρές μεταβολές της πίεσης του αίματος. Όταν η φυσιολογική αυτή ομοιόσταση της πίεσης παύει να υφίσταται, στο άτομο εγκαθίσταται η υπέρταση.
Η υπέρταση διακρίνεται σε ιδιοπαθή ή πολυπαραγοντική υπέρταση και σε δευτεροπαθή υπέρταση. Εκτός από την ηλικία και τους φυσιολογικούς μηχανισμούς φθοράς των ρυθμιστικών συστημάτων, σημαντικοί προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξη ιδιοπαθούς υπέρτασης είναι η δυσμενής κληρονομικότητα, η παχυσαρκία, η κατάχρηση αλκοόλ, το άγχος, η καθιστική ζωή, το μεταβολικό σύνδρομο. Όταν η υπέρταση προκαλείται από συγκεκριμένο υποκείμενο νόσημα ή βλάβη και δεν είναι πολυπαραγοντικής αιτιολογίας, τότε πρόκειται για δευτεροπαθή υπέρταση. Η δευτεροπαθής υπέρταση είναι σπανιότερη από την ιδιοπαθή υπέρταση, αλλά πρέπει να διερευνάται πάντα κατά την ιατρική εξέταση και να αποκαθίσταται το αίτιο που την προκαλεί. Η νεφροπάθεια αποτελεί το συνηθέστερο αίτιο δευτεροπαθούς υπέρτασης. Άλλα αίτια δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι ορισμένες παθήσεις του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, παθήσεις ορμονών, φάρμακα, η αποφρακτική άπνοια, σύνδρομα υπερσβεστιαιμίας, ισθμική στένωση αορτής.
Ανεξαρτήτως αιτίου, η υπέρταση προκαλεί βλάβες σε όλα τα ζωτικά όργανα. Χωρίς την ενδεικνυόμενη φαρμακευτική αγωγή, ο υπερτασικός κινδυνεύει από εγκεφαλικό επεισόδιο, άνοια, νεφρική πάθηση, απόφραξη καρδιακής αρτηρίας, διαταραχές οράσεως, ανδρική ανικανότητα και άλλες παθήσεις. Όσον αφορά την επίδραση της υψηλής αρτηριακής πίεσης στο πέος, οι μηχανισμοί με τους οποίους η αυξημένη αρτηριακή πίεση προκαλεί στυτική δυσλειτουργία μελετώνται διεξοδικά. Σημαντικός είναι ο ρόλος της δυσλειτουργίας του ενδοθηλίου των αγγείων, στον υπερτασικό. Κατά την διάρκεια της στύσης ουσίες που εκκρίνονται από το άθικτο ενδοθήλιο (π.χ. μονοξείδιο του αζώτου ΝΟ, ενδοθηλίνη) είναι σημαντικές για την εισροή αίματος σε τοπικό σύστημα βοθρίων και την φυσιολογική λειτουργία του λείου μυός του σώματος του πέους. Κατά την διάρκεια της ανάπτυξης δυσλειτουργίας ενδοθηλίου πραγματοποιούνται χημικές αντιδράσεις, που αλλοιώνουν την δομή και την εκκριτική ικανότητα του ενδοθηλίου των αγγείων του πέους.
Ο κίνδυνος δυσμενών επιπλοκών στη στυτική λειτουργία είναι μεγαλύτερος, εάν ο υπερτασικός καπνίζει, έχει υψηλή χοληστερόλη αίματος, καταναλώνει αυξημένη ποσότητα αλκοόλ ή πάσχει από ορισμένα νοσήματα όπως σακχαρώδη διαβήτη, αποφρακτική αγγειοπάθεια, μεταβολικό σύνδρομο.
Τι πρέπει να γνωρίζετε επιπροσθέτως:
• Η αύξηση της πίεσης συχνά δεν έχει συμπτώματα επί μακρόν, και δυστυχώς οδηγεί σε εφησυχασμό.
• Σήμερα υπάρχει αποτελεσματική αγωγή που πρέπει να χορηγείται το ταχύτερο δυνατόν μετά την εγκατάσταση της υπέρτασης.
• Ορισμένα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την θεραπεία της υπέρτασης προκαλούν στυτική δυσλειτουργία και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σε άτομα με σημαντική σεξουαλική δραστηριότητα.