Με τον όρο μεταγευματικό σάκχαρο αποκαλούμε το μετρούμενο σάκχαρο του αίματος μετά την βρώση τροφής.
Μετά από την λήψη γεύματος, το επίπεδο του σακχάρου του αίματος τείνει να αυξηθεί, υπό φυσιολογικές συνθήκες, λόγω των σακχάρων των τροφών που εισέρχονται στον οργανισμό μέσω της πέψης και της διαδικασίας της απορρόφησης. Η γλυκόζη που απορροφάται στο αίμα μετά το γεύμα ωστόσο προκαλεί υπό φυσιολογικές συνθήκες γρήγορη χρησιμοποίησή της από τα κύτταρα του σώματος με αποτέλεσμα η γλυκόζη του αίματος να μην ανέρχεται σε παθολογικά επίπεδα στο φυσιολογικό άτομο. Σημαντικός είναι και ο ρόλος ορμονών του γαστρεντερικού συστήματος, όπως της γαστρίνης, εκκριματίνης, χολοκυστοκινίνης, γαστρικού ανασταλτικού πεπτιδίου, που απελευθερώνονται στον γαστρεντερικό σωλήνα μετά την λήψη γεύματος και προκαλούν προκαταρτικές αυξήσεις της παραγόμενης από το πάγκρεας ινσουλίνης. Στην τελική ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου μεταγευματικά σημαντικός είναι ο ρόλος θρεπτικών ουσιών, ορμονών, νευροδιαβιβαστών και πεπτιδίων όπως της GLP-1, της γλυκαγόνης, της GLUT2.
Σημαντική εργαστηριακή δοκιμασία μέτρησης του μεταγευματικού σακχάρου είναι η χορήγηση διαλύματος γλυκόζης και η διαδοχική μέτρηση των επιπέδων σακχάρου. Η δοκιμασία αυτή λέγεται δοκιμασία ανοχής γλυκόζης και πραγματοποιείται για την διάγνωση του μεταγευματικού διαβήτη, μεταβολικών διαταραχών και ορισμένων μορφών μεταγευματικής υπογλυκαιμίας. Ο τρόπος που γίνεται η δοκιμασία διαφοροποιείται σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις.