Η αντίληψη που εξισώνει το «αδύνατο» με το «υγιές» αποτελεί ένα σύγχρονο και καθόλου αθώο μύθο. Η βιομηχανία αδυνατίσματος καλά κρατεί στις μέρες μας, και μάλιστα αυξάνει τα κέρδη της, προσπαθώντας να μεταμορφώσει όλους τους παχύσαρκους σε αδύνατους, με ωραίο και σμιλεμένο σώμα. Πρέπει να είμαστε όλοι αδύνατοι; Μήπως, υπό αυτή την έννοια, πρέπει να είμαστε όλοι ψηλοί;
Ήρθε η ώρα να ανατρέψουμε τέτοιου είδους αντιλήψεις, καθώς δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις και αυξάνουν το άγχος, στην προσπάθειά μας να επιτύχουμε το «ιδανικό» σώμα. Πιο προοδευτικές απόψεις στο χώρο της επιστήμης της διατροφής, όπως της Linda Bacon, συγγραφέας του βιβλίου «Health at Every Size», ισχυρίζονται ότι μπορούμε να είμαστε υγιείς σε κάθε «μέγεθος». Επίσης, μπορούμε να τρώμε ό,τι θέλουμε, όταν το θέλουμε, επιλέγοντας τροφές που μας ευχαριστούν, ώστε να αισθανόμαστε καλύτερα την κάθε στιγμή, ικανοποιώντας τις απαιτήσεις του οργανισμού μας. Με αλλά λόγια εάν συντονιστούμε αρμονικά με το ρυθμό που επιτάσσει το σώμα μας μπορούμε να κάνουμε πιο αποτελεσματικές αλλαγές, προς όφελος της υγείας μας, χωρίς απαραίτητα να χάσουμε βάρος. Έτσι μαθαίνουμε να ζούμε μέσα στο σώμα μας, υγιείς και έχοντας υψηλή αυτοεκτίμηση για αυτό.
Μελέτες που εξετάζουν τη μακροβιότητα έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η καθιστική ζωή αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου στους άνδρες και στις γυναίκες. Σε πρόσφατη μελέτη, μάλιστα φάνηκε ότι άνδρες που διατηρούν ή βελτιώνουν την καρδιοαναπνευστική τους αντοχή, με συστηματική άσκηση, έχουν χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από ό,τι τα άτομα που καθίστανται λιγότερο δραστήρια – ανεξάρτητα από το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ, δείκτης που αξιολογεί το βάρος με βάση το ύψος ενός ατόμου, εξάγοντας συμπέρασμα για το αν είναι φυσιολογικό, ελλειποβαρές, υπέρβαρο ή παχύσαρκο). Τα ευρήματα της μελέτης αυτής δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Circulation και εντυπωσίασαν την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα.
Συγκεκριμένα, στη μελέτη αυτή εξετάστηκαν περίπου 14.000 άνδρες (μέση ηλικία, 44 έτη), οι οποίοι υποβλήθηκαν σε κλινικές εξετάσεις στην αρχή της έρευνας και 6 χρόνια αργότερα. Η καρδιοαναπνευστική τους αντοχή μετρήθηκε σε μεταβολικά ισοδύναμα (METs), ενώ η θνησιμότητά τους αξιολογήθηκε μέχρι και 11 έτη μετά την τελευταία αξιολόγηση.
Τα αποτελέσματα:
Η διατήρηση ή βελτίωση της καρδιοαναπνευστικής αντοχής μεταξύ των δύο μετρήσεων συνδέθηκε με το χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας. Το αποτέλεσμα αυτό παρέμεινε θετικό ακόμα και μετά την προσαρμογή ως προς τις αλλαγές για τον ΔΜΣ. Με άλλα λόγια, ακόμα και αν άλλαζε ο ΔΜΣ, παρέμεινε χαμηλός ο κίνδυνος θνησιμότητας, όταν ήταν βελτιωμένη η καρδιοαναπνευστική αντοχή.
Για κάθε 1-ΜΕΤ αύξησης της φυσικής κατάστασης, οι κίνδυνοι για θνησιμότητα από όλα τα αίτια και από καρδιαγγειακά νοσήματα μειώθηκε κατά 15% και 19%, αντίστοιχα.
Οι αλλαγές στον ΔΜΣ δεν προβλέπουν ανεξάρτητα τη θνησιμότητα, δηλαδή ακόμη και ένας υψηλός ΔΜΣ, που μπορεί να κατατάσσει ένα άτομο στο υπέρβαρο ή στην παχυσαρκία, δεν μπορεί να προβλέψει από μόνος του τη θνησιμότητα αυτού του ατόμου.
Οι ερευνητές της μελέτης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «Η μακροχρόνια επίδραση της αλλαγής στην φυσική κατάσταση, κυρίως μέσω της αύξησης της φυσικής δραστηριότητας, είναι πιθανό να είναι τουλάχιστον τόσο σημαντική όσο και η απώλεια βάρους για τη μείωση της πρόωρης θνησιμότητας».
Κλείνοντας αξίζει να σημειώσουμε ότι όταν το υπερβάλλον βάρος (παχυσαρκία ή υπέρβαρο) συνοδεύεται από έναν ή και περισσότερους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη σοβαρών νοσημάτων, τότε απώλεια βάρους της τάξης του 7-10% φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη για το σώμα και την υγεία μας. Στην περίπτωση αυτή κινητήριος δύναμη δεν θα πρέπει να είναι απαραίτητα το ελκυστικό σώμα αλλά η υγεία μας.
Πηγή : http://www.nutrimed.gr