Το τσάι είναι ένα ρόφημα που καταναλώνεται για αιώνες και είναι το ρόφημα με τη μεγαλύτερη κατανάλωση στον κόσμο.
Όσον αφορά τα οφέλη του στην υγεία μας, υπάρχει πολύ περισσότερη έρευνα για το πράσινο από ό,τι για το μαύρο και άλλα είδη τσαγιού. Μια πρόσφατη ενδελεχής ανασκόπηση που εξέτασε τις συσχετίσεις μεταξύ ομάδων τροφίμων και ποτών και σχετικών με τη δίαιτα χρόνιων νοσημάτων, συμπέρανε ότι το τσάι ήταν το πιο προστατευτικό από όλα τα δημοφιλή ροφήματα: τα άτομα που ανέφεραν την υψηλότερη κατανάλωση τσαγιού παρουσίαζαν σημαντικά μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (κατά 16%), καρδιαγγειακής νόσου (κατά 28%) και καρκίνων (κατά 34%), παρόλο που άλλες μελέτες δεν έχουν δείξει ξεκάθαρη σχέση μεταξύ τσαγιού και καρκίνου. Μια άλλη μεγάλη μελέτη ανέφερε ότι κάθε επιπρόσθετο φλιτζάνι τσαγιού ημερησίως οδηγούσε σε μια σχετιζόμενη μείωση 9% της θνησιμότητας από όλα τα αίτια.
Πολλά από τα προτεινόμενα οφέλη έχουν αποδοθεί στην παρουσία συγκεκριμένων πολυφαινολών, καλούμενων ως φλαβονοειδή, τα οποία έχουν ευεργετική επίδραση στα αιμοφόρα αγγεία, λόγω των αντιοξειδωτικών και αντιφλεγμονοδών ιδιοτήτων τους, αλλά η καφεΐνη και το φθόριο έχουν επίσης προταθεί ως σημαντικά συστατικά.
Μεγάλες μελέτες για το τσάι και τα καρδιαγγειακά νοσήματα αναφέρουν ότι η κατανάλωση μαύρου και πράσινου τσαγιού σχετιζόταν με σημαντικά χαμηλότα επίπεδα LDL-χοληστερόλης, αρτηριακής πίεσης και κινδύνου για εγκεφαλικό.
Σχετικά με τη διαχείριση του σωματικού βάρους, δύο πρόσφατες μελέτες ανέφεραν ότι η αυξημένη κατανάλωση μαύρου τσαγιού οδήγησε σε μια μικρή αλλά σημαντική μείωση του βάρους, όταν τα άτομα ακολουθούσαν τη δική τους συνήθη δίαιτα. Μια προηγούμενη ανασκόπηση 18 μελετών δεν βρήκε σημαντική επίδραση της κατανάλωσης τσαγιού στο σωματικό βάρος. Συνεπώς, η σχέση μεταξύ της διαχείρισης του βάρους και της κατανάλωσης τσαγιού παραμένει πεδίο αντιγνωμίας.
Τα φλαβονοειδή του τσαγιού μπορεί να δρουν προστατευτικά έναντι της τερηδόνας, με προτεινόμενους μηχανισμούς που περιλαμβάνουν αντιιικές και αντιμικροβιακές επιδράσεις. Επιπλέον, το τσάι παρέχει φθόριο, το οποίο προάγει την υγεία των δοντιών, καθώς βελτιώνει την αντίσταση στην τερηδόνα.
Ο χρόνος ζύμωσης καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ποσότητα καφεΐνης στο τσάι, η οποία μπορεί να ποικίλει από 1 έως 90 mg ανά 100 ml. Αντιθέτως, τα αφεψήματα «τσαγιού» από βότανα ή φρούτα κανονικά δεν περιέχουν καφεΐνη. Μελέτες έχουν δείξει ότι μια μέτρια πρόσληψη καφεΐνης μπορεί να είναι ευεργετική για τη φυσική αντοχή και την εγρήγορση. Από την άλλη, η υπερβολική καφεΐνη μπορεί να επηρεάσει τον ύπνο. Μια άλλη γνωστή επίδραση της καφεΐνης είναι η ιδιότητά της να δρα ως ήπιο διουρητικό (προκαλώντας απώλεια νερού από το σώμα), αλλά οι μελέτες δείχνουν ότι αυτό είναι ανησυχητικό μόνο σε μεγάλες δόσεις καφεΐνης. Για παράδειγμα, η κατανάλωση 6-8 φλιτζανιών τσαγιού δεν επηρεάζει αρνητικά την ενυδάτωση.
Μια πρόσφατη αναφορά της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια Τροφίμων καταλήγει ότι οι υγιείς ενήλικες μπορούν με ασφάλεια να καταναλώνουν μονές δόσεις καφεΐνης μέχρι και 200 mg. Οι κύριες συστάσεις υποστηρίζουν ότι μέχρι και 8 φλιτζάνια τσαγιού την ημέρα είναι ασφαλή για τους ενήλικες, εξαιρώντας την κατάσταση της εγκυμοσύνης. Τα παιδιά άνω των 24 μηνών μπορούν με ασφάλεια να καταναλώνουν 1-2 φλιτζάνια τσαγιού χωρίς ζάχαρη. Παρά τις ανησυχίες για την επίδραση των πολυφαινολών του τσαγιού στη βιοδιαθεσιμότητα του σιδήρου, αναφορές έχουν καταλήξει ότι η κατανάλωση τσαγιού έχει μικρή επίδραση στην κατάσταση του σιδήρου στους ενήλικες ή στα παιδιά. Ο Βρετανικός Διαιτολογικός Σύλλογος αναγνωρίζει ότι το τσάι βοηθά στην πρόσληψη υγρών, και σε μερικές χώρες, όπως η Γερμανία, το τσάι προτείνεται ρητά για ενυδάτωση.
Πηγή : http://www.iatrikanews.gr/
“””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””