Η CRP (c αντιδρώσα πρωτεΐνη) αποτελεί μία πρωτεΐνη, η οποία συντίθεται πρωταρχικά στο ήπαρ. Αποτελεί ευαίσθητο και ειδικό δείκτη της οξείας φάσης των φλεγμονωδών μεταβολικών αντιδράσεων. Παράγοντες που προκαλούν τραύμα, φλεγμονή ή ιστική νέκρωση στο ανθρώπινο σώμα αυξάνουν την παραγωγή CRP. Η CRP είναι έτσι ένας από τους πιο χρήσιμους δείκτες στην κλινική πρακτική. Χρησιμοποιείται τόσο για την διάγνωση νοσημάτων που συνοδεύονται από τραύμα, φλεγμονή ή ιστική νέκρωση, όσο και για την παρακολούθηση αρκετών από τα νοσήματα αυτά και την αξιολόγηση της ανταπόκρισης στην χορηγούμενη θεραπεία.
Ο κατάλογος των κατηγοριών νοσημάτων, που προκαλούν αυξημένη CRP είναι μακρύς.
Ενδεικτικά αναφέρουμε:
1. Αποστήματα οδόντων και φλεγμονές στόματος
2. Συστηματικές λοιμώξεις
3. Εστιακές φλεγμονές
4. Ρευματολογικά νοσήματα
5. Φλεγμονώδη νοσήματα εντέρου
6. Καρκινώματα
7. Αυτοάνοσα νοσήματα
8. Νοσήματα αίματος
9. Κοκκιωματώδεις νόσοι
10. Τραύματα
Ορισμένα άτομα έχουν φυσιολογικώς αυξημένα επίπεδα CRP.
Μελέτες συνδέουν τα αυξημένα επίπεδα της αντιδρώσας πρωτεΐνης σε υγιή άτομα με αυξημένο κίνδυνο αθηροσκλήρυνσης και επιπλοκών (π.χ. εμφράγματος, στυτικής δυσλειτουργίας, εγκεφαλικής ισχαιμίας). Πιθανώς κατά την διάρκεια της αθηροσκληρυντικής διαδικασίας, πραγματοποιούνται φλεγμονώδεις αντιδράσεις, που αυξάνουν τα επίπεδα CRP και τον κίνδυνο επιπλοκών.
Κατά την διάρκεια της σωστής παθολογικής εξέτασης, τα στοιχεία από το ιστορικό, τα συνoδά συμπτώματα, ορισμένα σημεία από την εξέταση (π.χ. εξέταση σπλάγχνων, αρτηριακή πίεση, εξέταση παράπλευρης κυκλοφορίας) κατευθύνουν τον εργαστηριακό έλεγχο, την διάγνωση και την θεραπεία.
Συμπληρωματικοί εργαστηριακοί έλεγχοι είναι απαραίτητοι σε αρκετές περιπτώσεις.