CPR και στυτική δυσλειτουργία

images_912017_andras_apogoitefsi.jpg

Η CRP (c αντιδρώσα πρωτεΐνη) αποτελεί μία πρωτεΐνη, η οποία συντίθεται πρωταρχικά στο ήπαρ. Η CRP είναι σημαντικός δείκτης φλεγμονής. Χρησιμοποιείται τόσο για την διάγνωση νοσημάτων που συνοδεύονται από ιστική βλάβη, όσο και για την παρακολούθηση αρκετών από τα νοσήματα αυτά και την αξιολόγηση της ανταπόκρισης στην χορηγούμενη θεραπεία.

Ο κατάλογος των κατηγοριών νοσημάτων, που προκαλούν αυξημένη CRP είναι μακρύς.

Ενδεικτικά αναφέρουμε:

1. Αποστήματα οδόντων και φλεγμονές στόματος

2. Συστηματικές λοιμώξεις

3. Εστιακές φλεγμονές

4. Ρευματολογικά νοσήματα

5. Φλεγμονώδη νοσήματα εντέρου

6. Καρκινώματα

7. Αυτοάνοσα νοσήματα

8. Νοσήματα αίματος

9. Κοκκιωματώδεις νόσοι

10. Τραύματα

Ορισμένα  άτομα έχουν φυσιολογικώς αυξημένα επίπεδα CRP.

Η σχέση της αυξημένης CRP σε “φυσιολογικά” άτομα με αυξημένο κίνδυνο δυσλειτουργίας ενδοθηλίου και κίνδυνο επιπλοκών (π.χ. εμφράγματος, στυτικής δυσλειτουργίας, εγκεφαλικής ισχαιμίας) έχει αναδειχτεί σε αρκετές μελέτες.

Κατά την διάρκεια της στύσης υπάρχει αυξημένη εισροή αίματος σε τοπικό σύστημα βοθρίων και παράλληλα πλήρης χαλάρωση του λείου μυός του σώματος του πέους. Ουσίες που εκκρίνονται από το άθικτο ενδοθήλιο (π.χ. μονοξείδιο του αζώτου ΝΟ, ενδοθηλίνη) είναι σημαντικές για την ομαλή χάλαση του μυός και την αιμάτωση της περιοχής.

H αυξημένη CRP και η σχετική με αυτή δυσλειτουργία του ενδοθηλίου συνοδεύεται από βλάβη στην ομαλή εκκριτική λειτουργία του ενδοθηλίου και στην ομαλή αιμάτωση της περιοχής. Πιθανώς κατά την διάρκεια της ανάπτυξης δυσλειτουργίας ενδοθηλίου πραγματοποιούνται φλεγμονώδεις αντιδράσεις, που αυξάνουν τα επίπεδα CRP.

Κατά την διάρκεια της σωστής παθολογικής εξέτασης, τα στοιχεία από το ιστορικό, τα συνoδά συμπτώματα, ορισμένα σημεία από την εξέταση (π.χ. εξέταση σπλάγχνων, αρτηριακή πίεση, εξέταση παράπλευρης κυκλοφορίας) κατευθύνουν τον εργαστηριακό έλεγχο, την διάγνωση και την θεραπεία.

Πηγή : http://anastasiamoschovaki1.blogspot.gr/