Ένα μικρό ποσοστό των περιπτώσεων παχυσαρκίας, οφείλεται σε οργανικά νοσήματα, που ασκούν πολλαπλές επιδράσεις στο μεταβολισμό των τροφίμων (π.χ. θυρεοειδοπάθεια, παθήσεις υποθαλάμου). Στις περιπτώσεις αυτές, η θεραπεία του υποκείμενου παθολογικού παράγοντα είναι προϋπόθεση για να αποκατασταθεί το φυσιολογικό βάρος. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών παχυσαρκίας, ωστόσο, δεν ανευρίσκεται συγκεκριμένος οργανικός παράγοντας που ευθύνεται για την παχυσαρκία.
Αυτό συμβαίνει γιατί η παχυσαρκία στον άνθρωπο, είναι συνήθως αποτέλεσμα πολλαπλών γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, έχει δηλαδή πολυπαραγοντική αιτιολογία. Παρά το γεγονός ότι πολλά παχύσαρκα άτομα, έχουν εκπαιδευτεί να τρώνε περισσότερο ή να χρησιμοποιούν το φαγητό ως συναισθηματική τροφή, η παχυσαρκία δεν ερμηνεύεται σήμερα μόνο ως αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων, οι οποίοι έχουν επιβάλλει ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής στο παχύσαρκο άτομο, που χαρακτηρίζεται από το συνδυασμό καθιστικής ζωής και υπερβολικής πρόσληψης θερμίδων.
Μελέτες ενοχοποιούν μία σειρά κληρονομούμενων γονιδίων που εμπλέκονται στην πρόσληψη και κατανάλωση ενέργειας στα παχύσαρκα άτομα. Σημαντικός είναι ο ρόλος της λεπτίνης, μίας πρωτεΐνης που εκφράζεται στο λιπώδη ιστό και δρα σε κέντρα του εγκεφάλου που ρυθμίζουν την όρεξη. Τα δεδομένα αυτά συνάδουν με μελέτες που αποδεικνύουν ότι υιοθετημένα παιδιά μοιάζουν με τους βιολογικούς μάλλον παρά με τους θετούς γονείς τους ως προς την παχυσαρκία, ενώ οι μονοζυγώτες δίδυμοι έχουν παρόμοιο δείκτη μάζας σώματος, είτε μεγαλώνουν μαζί ή χωριστά.
Η πολυπαραγοντική φύση της παχυσαρκίας έχει δύο βασικές συνέπειες:
1. Την δυσκολία που έχουν τα παχύσαρκα άτομα να χάσουν βάρος
2. Την δυσκολία που έχουν τα παχύσαρκα άτομα να διατηρήσουν το βάρος που χάνουν, μετά από ένα πρόγραμμα απώλειας βάρους.
Παρά το γεγονός ότι τεράστια ποσά χρημάτων δαπανώνται σε κέντρα αδυνατίσματος και διαιτολόγους για να επιτευχθεί η επιθυμητή απώλεια βάρους, ελάχιστοι ασθενείς σύμφωνα με μελέτες, καταφέρνουν να χάσουν βάρος και να διατηρήσουν την απώλεια βάρους για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Τα χάπια αδυνατίσματος αποσκοπούν στο να ομαλοποιήσουν την μεικτή γενετική περιβαλλοντική διαταραχή και να δώσουν στον οργανισμό την εξωτερική ώθηση που χρειάζεται, για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος. Στο παρόν άρθρο παρατίθενται ορισμένα από τα ευρύτερα χρησιμοποιούμενα φάρμακα από την ιατρική επιστήμη σήμερα.
Α. ΧΗΜΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
Τα πιο φάρμακα της κατηγορίας αυτής διαιρούνται σε δύο βασικές κατηγορίες:
1. Στα φάρμακα που έχουν συστηματική δράση στον οργανισμό. Τα φάρμακα αυτά προκαλούν ανορεξία δρώντας στο κεντρικό νευρικό σύστημα ή αυξάνουν τις πραγματοποιούμενες καύσεις επιταχύνοντας το μεταβολισμό. Στις ανεπιθύμητες ενέργειες ευρέως χρησιμοποιούμενων ανορεξιογόνων φαρμάκων συγκαταλέγονται η ανορεξία, η δυσκοιλιότητα, η ξηροστομία, η ζάλη, η ταχυκαρδία, η υπέρταση, σοβαρά ψυχιατρικά σύνδρομα, νεφρικές διαταραχές. Στις ανεπιθύμητες ενέργειες κοινών φαρμάκων που επιταχύνουν τις καύσεις είναι η ταχυκαρδία, οι αρρυθμίες, η αύξηση της θερμοκρασίας, τα καρδιακά επεισόδια.
2. Στα φάρμακα που δρουν τοπικά στο έντερο προκαλώντας αποβολή μέρους του προσλαμβανόμενου με τις τροφές λίπος.
Στις παρενέργειες των φαρμάκων αυτών συγκαταλέγονται η ακράτεια κοπράνων, η διάρροια, ο κοιλιακός πόνος, η απώλεια λιποδιαλυτών βιταμινών.
Τα πιο αθώα από τα φάρμακα αυτά χορηγούνται συμπληρωματικά με την δίαιτα, υπό ιατρική παρακολούθηση, σε περιοδική βάση και χρησιμοποιούνται για την επιτάχυνση της απώλειας και για σταθεροποίηση του βάρους. Η αποτελεσματικότητά τους είναι εξαιρετική, όταν συνδυάζονται με κατάλληλη διατροφή.
Η διάρκεια της συνεχούς χορήγησης, σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβαίνει τα τέσσερα χρόνια.
Β. ΦΥΣΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
Μία ποικιλία συμπυκνωμένων φυτικών δραστικών ουσιών, με μορφή αφεψημάτων ή συμπληρωμάτων ή φυσικών φαρμάκων (π.χ. Citrus aurantium, πράσινο τσάι, guar, φυτικά αντιοξειδωτικά), χρησιμοποιούνται σήμερα για την καταπολέμηση του περιττού βάρους και τη σταθεροποίηση της απώλειας. Τα περισσότερα από τα φυσικά αυτά σκευάσματα έχουν ολιστικές δράσεις και χορηγούνται επί μακρόν ή εφ όρου ζωής. Ωστόσο, δεν πρέπει να χορηγούνται χωρίς ιατρική επίβλεψη, διότι οι παρενέργειες δεν ελλείπουν, σε ευαίσθητα άτομα. Αρκετές φορές οι παρενέργειες δεν οφείλονται στο βότανο αυτό καθεαυτό, αλλά στην τεχνική επεξεργασία του φυτού από την βιομηχανία. Έτσι, για παράδειγμα ορισμένα υπερσυμπυκνωμένα συμπληρώματα πράσινου τσαγιού έχουν συνδεθεί με ηπατικά και νευρολογικά προβλήματα, παρά το γεγονός ότι το πράσινο τσάι, σε μέτριες ποσότητες, είναι από τα πιο ασφαλή φυτικά σκευάσματα.