Υψηλή χοληστερίνη : δεν είναι πάντοτε επικίνδυνη

images_1412017_open-uri20130121-3316-ifwiy1.jpeg

Η χοληστερόλη ή χοληστερίνη, όπως είναι ευρέως γνωστή, είναι μία χημική ουσία (στερόλη), που αυξάνει στον οργανισμό με την κατανάλωση λιπαρών ουσιών.

Το όχημα μεταφοράς της χοληστερόλης στο αίμα είναι οι λιποπρωτεΐνες, που αποτελούνται από υδρόφοβα λιπίδια (εστέρες χοληστερόλης, τριγλυκερίδια), υδρόφιλα λιπίδια (φωσφολιπίδια, μη εστεροποιημένη χοληστερόλη) και πρωτεΐνες. Οι λιποπρωτεΐνες ανάλογα με την πυκνότητά τους διαιρούνται σε χυλομικρά, VLDL (very low density lipoprotein-πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη), IDL(Intermediate density lipoprotein-ενδιάμεσης πυκνότητας λιποπρωτεΐνη), LDL (low density lipoprotein-χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη) και HDL (high density lipoprotein-υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη).

Η χοληστερόλη έχει μια σειρά από λειτουργίες. Είναι ένα δομικό συστατικό των κυτταρικών μεμβρανών. Μετέχει σε σημαντικές για τον οργανισμό χημικές αντιδράσεις. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή σημαντικών ορμονών, όπως οι γυναικείες ορμόνες, οι ανδρικές ορμόνες και οι ορμόνες των επινεφριδίων.

Παρά την «δαιμονοποίηση» της χοληστερόλης, κατά τα παλαιότερα χρόνια, σήμερα έχει γίνει πλέον σαφές, ότι η μείωση της χοληστερόλης δεν είναι επιθυμητός στόχος σε κάθε περίπτωση αύξησης και δεν οδηγεί σε παράταση του προσδόκιμου επιβίωσης σε όλα τα άτομα. Ορισμένες μελέτες μάλιστα συνδέουν τα χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης με αύξηση της θνησιμότητας από ορισμένα νοσήματα. Αυτό αντανακλά το σύνθετο ρόλο της χοληστερόλης στον οργανισμό.

Ήδη από το 1990, άρχισε να γίνεται σαφές ότι οι επιδράσεις της υψηλής χοληστερόλης δεν είναι ίδιες σε όλους τους πάσχοντες. Η HDL χοληστερόλη προστατεύει τους ιστούς απορροφώντας μέρος της χοληστερόλης που μεταφέρεται και εναποτίθεται στην περιφέρεια, συντελώντας στην αντίστροφη μεταφορά της χοληστερόλης από τους ιστούς προς το ήπαρ. Εξάλλου το τμήμα της χοληστερόλης που συνδέεται με την λιποπρωτεΐνη LDL κινδυνεύει, μόνο όταν συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, να προκαλέσει δυσμενείς επιδράσεις. Από το 1990 σταδιακά και έως το 2002, άρχισε να γίνεται αντιληπτό στην επιστημονική κοινότητα ότι η υψηλή χοληστερόλη από μόνη της δεν αρκεί για να βλάψει τον οργανισμό, αλλά πρέπει να συντρέχουν και άλλοι παράγοντες που προκαλούν δυσλειτουργία του ενδοθηλίου, ο κίνδυνος της ανάπτυξης της οποίας πρέπει να υπολογίζεται πάντα κατά τον θεραπευτικό χειρισμό των πασχόντων από υψηλή χοληστερόλη.

Τέτοιοι παράγοντες είναι η αυξημένη πίεση αίματος, η ηλικία, το κάπνισμα, το υψηλό σάκχαρο αίματος η χαμηλή HDL, η παχυσαρκία, η καθιστική ζωή, η κακή διατροφή, η αυξημένη CRP, η αυξημένη ομοκυστεΐνη, η αυξημένη LPA, το μεταβολικό σύνδρομο, η δυσμενής κληρονομικότητα για αγγειακή πάθηση, ορισμένοι παράγοντες φλεγμονής, ορισμένα λοιμογόνα αίτια, το αυξημένο ινωδογόνο, τα αυξημένα τριγλυκερίδια. Οι παράγοντες αυτοί έχουν διαφορετική βαρύτητα, ο καθένας, μπορούμε όμως σήμερα με την βοήθεια ειδικών εξισώσεων να υπολογίσουμε τον κίνδυνο δυσλειτουργίας του ενδοθηλίου για κάθε άτομο χωριστά.

Εάν έχετε υψηλή χοληστερόλη, ενδέχεται να μην χρειάζεστε καμία θεραπεία στις παρακάτω περιπτώσεις:

1. Εάν έχετε μόνο αυξημένη HDL, με καλή LDL

2. Εάν δεν έχετε δυσλειτουργία ενδοθηλίου

3. Εάν ο δεκαετής σας κίνδυνος, όπως σήμερα υπολογίζουμε με ειδικές εξισώσεις κατά την λεπτομερή ιατρική παθολογική εξέταση είναι ελάχιστος ή ανύπαρκτος

4. Εάν δεν προκαλείται δευτεροπαθώς από υποκείμενο νόσημα (π.χ. νεφρωσικό σύνδρομο)

Πηγή : http://anastasiamoschovaki1.blogspot.gr/