O σίδηρος είναι βασικό στοιχείο της λειτουργίας των κυττάρων του οργανισμού. Ο κύριος ρόλος του είναι να μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς ως συστατικό της αιμοσφαιρίνης των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Στο μυϊκό ιστό, η μυοσφαιρίνη είναι μια πρωτεΐνη πλούσια σε σίδηρο.
Ο σίδηρος είναι βασικό στοιχείο πολλών ενζύμων, που μετέχουν στο μεταβολισμό. Χωρίς σίδηρο, τα κύτταρα δεν θα μπορούσαν να μεταφέρουν ηλεκτρόνια και να μεταβολίσουν ενέργεια.
Η απορρόφηση σιδήρου λαμβάνει χώρα στο λεπτό έντερο. Η διαδικασία διευκολύνεται από το όξινο περιεχόμενο του στομάχου, που κρατά το σίδηρο διαλυμένο. Μόλις εισέλθει στο εντερικό κύτταρο, ο σίδηρος αποθηκεύεται ως φεριτίνη ή αποδίδεται στο αίμα, όπου συνδέεται με μια πρωτεΐνη μεταφοράς την τρανσφερίνη.
Πολλοί ιστοί του σώματος προσλαμβάνουν το σύμπλοκο τρανσφερίνης σιδήρου και επεξεργάζονται έτσι τον διαθέσιμο σίδηρο. Ο μυελός των οστών είναι πλούσιος σε υποδοχείς και υπό φυσιολογικές συνθήκες, κάτω από την επίδραση της ερυθροποιητίνης προσλαμβάνει σίδηρο, παράγει ερυθρά αιμοσφαίρια πλούσια σε αιμοσφαιρίνη, τα οποία απελευθερώνει στο αίμα. Το ώριμο ερυθρό αιμοσφαίριο έχει δισκοειδές σχήμα, είναι απύρηνο, είναι εξαιρετικά ευκίνητο ώστε να διασχίζει με εξαιρετική επιτυχία την μικροκυκλοφορία. Στη συνέχεια το γερασμένο ερυθρό αιμοσφαίριο καταστρέφεται στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα και ιδιαίτερα στο σπλήνα. Ο απελευθερούμενος σίδηρος συνδέεται με την κυκλοφορούσα τρανσφερίνη και επανακυκλοφορεί στο σώμα. Υπάρχει επομένως σύστημα ανακύκλωσης του προσλαμβανόμενου σιδήρου.
Παρά τον χρήσιμο ρόλο του στον οργανισμό, το σώμα πρέπει να προστατεύσει τον εαυτό του από τον ελεύθερο σίδηρο, διότι μετέχει σε χημικές αντιδράσεις που παράγουν ελεύθερες ρίζες. Έτσι η περίσσια του σιδήρου αποθηκεύεται στους ιστούς με τη μορφή δεσμευτικών συμπλόκων πρωτεϊνών, όπως η φεριτίνη και η αιμοσιδηρίνη. Το επίπεδο φεριτίνης στο αίμα, υπό φυσιολογικές συνθήκες, αντιστοιχεί στα ολικά αποθέματα σιδήρου του σώματος. Τα επίπεδα φεριτίνης του αίματος αυξάνουν με την πάροδο της ηλικίας στους ενήλικες.
Η παθολογική αύξηση της φεριτίνης του αίματος προέρχεται κυρίως από νοσήματα και καταστάσεις, που προκαλούν αύξηση του σιδήρου του σώματος, ανάπτυξη φλεγμονής ή καταστροφή ιστών με πλούσιες αποθήκες. Στην υπερφόρτωση με σίδηρο (π.χ. αιμοχρωμάτωση, μεταγγίσεις) δημιουργείται εναπόθεση σιδήρου σε ιστούς και δυσλειτουργία του οργάνου, ανάλογα με τον ιστό εναπόθεσης.
Σε περιπτώσεις φλεγμονής (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα, λοιμώξεις), εκλύονται φλεγμονώδεις παράγοντες (π.χ. κυτταροκίνες), οι οποίες δρουν στον κύκλο του σιδήρου, με αποτέλεσμα την αύξηση της φεριτίνης και τη μείωση του σιδήρου. Σε καταστροφή ιστών πλούσιων σε σιδηραποθήκες, η φεριτίνη απελευθερώνεται στο αίμα (π.χ. οξεία και χρόνια ηπατίτιδα).
Η σωστή παθολογική εξέταση έχει κομβική σημασία στη σωστή διαφορική διάγνωση και θεραπεία της αυξημένης φεριτίνης.