Το Ε. coli αποτελεί gram αρνητικό βακτηρίδιο, που περιλαμβάνει πολυάριθμα στελέχη.
Τα στελέχη αυτά διαιρούνται αδρώς σε δύο κατηγορίες:
Α. ΣΤΕΛΕΧΗ ΠΟΥ ΓΕΝΙΚΩΣ ΑΝΕΥΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΝΤΕΡΟ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΤΟΜΩΝ
Αρκετά στελέχη Ε. coli ευρίσκονται φυσιολογικά στα κόπρανα φυσιολογικών ατόμων, χωρίς να επιφέρουν προβλήματα στο έντερο. Το έντερο διαθέτει φυσιολογικούς μηχανισμούς που του επιτρέπουν να συμβιώνει ομαλά με μικρόβια που φυσιολογικώς το αποικίζουν. Οι εκκρίσεις του γαστρεντερικού σωλήνα με τα ένζυμα και τους ανοσολογικούς παράγοντες, η ωφέλιμη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου, αποτελούν σημαντικά στοιχεία του τοπικού αμυντικού συστήματος.
Ορισμένα στελέχη Ε. coli του εντέρου είναι αθώα, συμβιώνουν με τον οργανισμό και προσφέρουν οφέλη, προστατεύοντάς τον από παθογόνους μικροοργανισμούς, που εισέρχονται στο σώμα μέσω των τροφών. Αυτά τα στελέχη αποκαλούνται αθώα συμβιωτικά στελέχη Ε. coli. Παρόλα αυτά, εάν ο οργανισμός παρουσιάσει πτώση της αμυντικής του ικανότητας, λόγω χρόνιου νοσήματος που επιδρά δυσμενώς στο ανοσοποιητικό, τα αθώα συμβιωτικά στελέχη Ε. coli που ανευρίσκονται υπό φυσιολογικές συνθήκες στο έντερο, ενδέχεται να καταστούν παθογόνα και να προκαλέσουν νόσο στο έντερο ή σε άλλες θέσεις. Η μετατροπή απλών συμβιωτικών στελεχών σε παθογόνα για το έντερο και τον οργανισμό στελέχη, μπορεί επίσης να προκύψει λόγω εμπλοκής άλλου επιβαρυντικού παράγοντα εκτός του ανοσοποιητικού. Έτσι, για παράδειγμα, ξένα σώματα όπως ουροκαθετήρες, τοπικές ανωμαλίες όπως απόφραξη ουροποιητικού και χοληφόρων, αύξηση της ποσότητας των μικροβίων (π.χ. λόγω φλεγμονής του περιτοναίου), ενδέχεται να μετατρέψουν σε παθογόνα, τα ωφέλιμα συμβιωτικά στελέχη Ε. coli.
Φυσιολογικώς ευρισκόμενα στο έντερο στελέχη Ε. coli είναι υπό φυσιολογικές συνθήκες παθογόνα, όταν αποικίσουν περιοχές του οργανισμού που φυσιολογικώς δεν ευρίσκονται (π.χ. κόλπος, ούρα, αναπνευστικό). Τα στελέχη αυτά ονομάζονται εξωεντερικά παθογόνα στελέχη, δότι ενώ δεν είναι υπό φυσιολογικές συνθήκες παθογόνα για το έντερο, είναι παθογόνα για τους ανθρώπινους ιστούς εκτός εντέρου. Το ουροποιητικό σύστημα και η ουροφόρος οδός είναι η συνηθέστερη εστία προσβολής, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ουρολοιμώξεων και προστατίτιδων. Τα συμπτώματα είναι τσούξιμο, συχνουρία, κοιλιακός πόνος. Ο πυρετός και ο πόνος στη μέση είναι σημείο σοβαρότερης φλεγμονής. Σοβαρά αποστήματα, νεφρική ανεπάρκεια, σήψη αποτελούν επιπλοκές των λοιμώξεων του ουροποιητικού.
Παρά το γεγονός ότι το ουροποιητικό είναι η συνηθέστερη εξωεντερική θέση προσβολής των εξωεντερικών παθογόνων, τα παθογόνα αυτά μπορούν να προσβάλλουν οποιοδήποτε ιστό του σώματος στον οποίο εγκαθίστανται, να κατακλύσουν το αίμα και να προκαλέσουν θανατηφόρες επιπλοκές. Κοιλιακές – πυελικές λοιμώξεις, πνευμονία, μηνιγγίτιδα, μυοσκελετικές λοιμώξεις, ενδοκαρδίτιδα, φλεγμονές ανευρυσμάτων, απόστημα εγκεφάλου είναι ορισμένες μόνο από τις λοιμώξεις που προκαλούν.
Κατά την ιατρική αντιμετώπιση των λοιμώξεων από Ε. coli που ευρίσκεται υπό φυσιολογικές συνθήκες στο έντερο, δεν είναι σημαντική μόνο η εκρίζωση του παθογόνου με την χορήγηση σωστής αντιβιοτικής αγωγής, αλλά και η εκρίζωση των παραγόντων, που οδήγησαν είτε στη μετανάστευση του μικροβίου από την φυσιολογική του θέση (το έντερο) σε παθολογική θέση (την εστία της φλεγμονής) είτε μετέτρεψαν σε παθογόνα αθώα συμβιωτικά στελέχη. Η σωστή εκρίζωση των υποκείμενων παραγόντων είναι ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωση σοβαρών λοιμώξεων ή υποτροπών απλών λοιμώξεων (π.χ. υποτροπιάζουσας κυστίτιδας από κολοβακτηρίδιο).
Β. ΣΤΕΛΕΧΗ ΠΟΥ ΓΕΝΙΚΩΣ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΩΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΝΤΕΡΟ ΚΑΙ ΕΙΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΕΞΩΓΕΝΩΣ
Τα εντερικά παθογόνα στελέχη της Ε. coli, προκαλούν νόσο του εντέρου, σπάνια απαντώνται στην φυσιολογική εντερική χλωρίδα και δεν είναι μέλη της. Εισέρχονται στο έντερο μέσω της κοπρανοστοματικής οδού, κυρίως με μολυσμένα τρόφιμα ή νερό και εντοπίζονται με ειδικές εξετάσεις κοπράνων και αίματος. Υπάρχουν τουλάχιστον έξι παθογόνοι τύποι Ε. coli.
Στην κλινική πράξη ιδιαίτερα σημαντικές είναι η εντεροτοξινογόνος Ε. coli (enterotoxigenic Ε. coli-ETEC) που αποτελεί σημαντικό αίτιo της απλής διάρροιας των ταξιδιωτών, η εντεροδιηθητική Ε. coli (entero invasive Ε. coli -EIEC) που προκαλεί αιματηρή διάρροια και δυσεντερία και η (enterohemorrhagic Ε. coli-EHEC), που προκαλεί συχνότερα αιμορραγική κολίτιδα και σοβαρές επιπλοκές με αιμορραγικό ουραιμικό σύνδρομο και θρομβωτική θρομβοπενική πορφύρα. Το αιμορραγικό αιμολυτικό σύνδρομο και η θρομβωτική θρομβοπενική πορφύρα προκαλούνται από την τοξική δράση του μικροβίου στην κυκλοφορία και χαρακτηρίζονται από λύση των ερυθρών αιμοσφαιρίων και αναιμία. Στο αιμορραγικό αιμολυτικό σύνδρομο, η κατάσταση εξελίσσεται σε νεφρική ανεπάρκεια, ενώ στην θρομβωτική θρομβοπενική πορφύρα προεξάρχει η θρομβοπενία. Νευρολογικά συμπτώματα, με πονοκέφαλο, υπνηλία, σπασμούς, παραλύσεις, κώμα και αφυδάτωση επιδεινώνουν την πρόγνωση.
Καταγεγραμμένες θανατηφόρες επιδημίες από εντεροαιμορραγικά στελέχη, έχουν προκληθεί κατά το καλοκαίρι 2011 στην Γερμανία και κατά το παρελθόν στις ΗΠΑ από κατανάλωση ατελώς μαγειρευμένων hamburger και μη παστεριωμένου χυμού μήλου.
Τα οικόσιτα μηρυκαστικά, ιδίως βοοειδή και μικρά μοσχάρια αποτελούν βασική δεξαμενή του εντεροπαθογόνου. Η χρησιμοποίηση φυσικού λιπάσματος από μολυσμένη κοπριά, μπορεί να μολύνει φυτικά τρόφιμα και νερό (π.χ. πατάτες, μαρούλια, αγγούρια, λάχανα, πεσμένα φρούτα). Σε ορισμένες περιπτώσεις μικρές ποσότητες από το εντεροαιμορραγικό στέλεχος αρκούν για τη μόλυνση (π.χ. νερό που καταπίνεται κατά την κολύμβηση, μετάδοση σε τρόφιμους ιδρυμάτων-βρεφονηπιακούς σταθμούς).
Κατά την ιατρική αξιολόγηση των λοιμώξεων από εντερικά παθογόνα, είναι σημαντικός ο εντοπισμός της πηγής της προσβολής.
E. COLI: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΟΧΗΣ
Το e. coli διαθέτει εκπληκτικές ικανότητες ανάπτυξης αντοχής σε αντιβιοτικά και αυτό αποτελεί σε ορισμένες περιπτώσεις σημαντικό πρόβλημα, που απαιτεί ειδικό χειρισμό στην κλινική πράξη. Το είδος της αντοχής έχει σχέση με το είδος και την ποσότητα των αντιβιοτικών που έχουν χρησιμοποιηθεί από το άτομο, το είδος και την ποσότητα των αντιβιοτικών-χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή που ευρίσκεται το άτομο και το είδος του κολοβακτηριδίου.
Χαρακτηριστική είναι η ανάπτυξη, σχετικώς πρόσφατα, με μεταφερόμενα πλασμίδια, γονιδίων που κωδικοποιούν β λακταμάσες ευρέους φάσματος (ESBL, Extended Spectrum b Lactamases) από τα κολοβακτηρίδια, που τα καθιστούν ανθεκτικά σε πενικιλλίνες, κεφαλοσπορίνες, αζτρεονάμη, αντοχή μεγαλύτερη σύμφωνα με ορισμένες μελέτες στην Ευρώπη συγκριτικά με τις ΗΠΑ.
Το πρόβλημα αυτό της αντοχής περιλαμβάνει δυστυχώς όλα τα gram αρνητικά βακτηρίδια (π.χ. klebsiella, proteus κ.λπ.) που είναι συστατικά της φυσιολογικής εντερικής χλωρίδας των ανθρώπων και των ζώων και της χλωρίδας αρκετών χώρων όπως δημόσιων αποχωρητηρίων, νοσοκομείων, γηροκομείων, ιδρυμάτων. Συνδέεται με πολλούς παράγοντες (π.χ. κατάχρηση αντιβιοτικών από τον άνθρωπο και την σύγχρονη κτηνοτροφία, παρουσία πλούσιας αντιγονικής ποικιλότητας των εντερικών βακτηριδίων).