Το οίδημα ορίζεται ως κλινικά εμφανής αύξηση του όγκου του διάμεσου υγρού. Ο ασθενής προσέρχεται στο ιατρείο με μαλακό και ομοιόμορφα αντιληπτό με την αφή πρήξιμο σε κάποια περιοχή του σώματος, το οποίο μπορεί μάλιστα να οδηγήσει σε «σφίξιμο» της βέρας του ή του παπουτσιού του. Κατά την ιατρική εξέταση από τον έμπειρο παθολόγο με κλινική εμπειρία, είναι σημαντικό να διερευνηθεί εάν το πρήξιμο είναι εστιακό ή γενικευμένο, εάν έχει δηλαδή αυστηρά τοπικό χαρακτήρα ή παρουσιάζει πιο γενικευμένες εστίες. Το γενικευμένο πρήξιμο, μπορεί να μην είναι αντιληπτό από τον ασθενή (π.χ. πολλές περιπτώσεις οιδήματος με συστηματικά χαρακτηριστικά έχουν ως μόνο σημείο, ένα μικρό εντύπωμα δέρματος που αφήνει το ιατρικό στηθοσκόπιο, μετά την ανασήκωσή του από τον θώρακα του ασθενούς). Η διερεύνηση των χαρακτηριστικών του πρηξίματος είναι πολύ σημαντική, γιατί τα νοσήματα και οι καταστάσεις που υποκρύπτονται διαφοροποιούνται σημαντικά στις δύο αυτές περιπτώσεις. Ορισμένες φορές απαιτείται ειδικός εργαστηριακός έλεγχος.
Α.ΟΙΔΗΜΑ ΜΕ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ (ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΟ)
Περίπου το 1/3 από τα υγρά του σώματος ευρίσκονται στον εξωκυττάριο χώρο και το υπόλοιπο ενδοκυττάρια. Το 75% περίπου από αυτό είναι διάμεσο υγρό και το υπόλοιπο είναι το πλάσμα του αίματος. Σημαντικό ρόλο στην διακίνηση των υγρών ανάμεσα στα διαμερίσματα του σώματος έχει η υδροστατική πίεση των υγρών, η κολλοειδωσμωτική πίεση που δημιουργείται από τις πρωτεΐνες του πλάσματος, η δραστηριότητα της λέμφου, η ανατομική ακεραιότητα των αγγείων. Μία σειρά από παράγοντες ρυθμίζουν την ομοιόσταση των υγρών του σώματος. Σημαντικός είναι ο ρόλος του νεφρού. Έτσι, για παράδειγμα όταν ελαττώνεται η νεφρική αιματική ροή, γίνεται έκκριση ειδικών χημικών ουσιών (π.χ. κατεχολαμινών, ρενίνης, αλδοστερόνης) με αποτέλεσμα την κατακράτηση ύδατος και άλατος.
Στην περίπτωση του οιδήματος με συστηματικούς χαρακτήρες υπάρχει ρήξη της ισορροπίας υδροστατικών-κολλοειδωσμωτικών πιέσεων, διαταραχή λεμφικής αιματικής κυκλοφορίας των υγρών, ανεπάρκεια των ομοιοστατικών μηχανισμών του σώματος, σε γενικευμένο επίπεδο. Τα αίτια είναι ποικίλα. Ενδεικτικά, οι παρακάτω καταστάσεις και νοσήματα προκαλούν γενικευμένο οίδημα:
Η διατροφή με ανεπάρκεια πρωτεϊνών. Προκαλεί αλλοιώσεις στις κολλοειδωσμωτικές πιέσεις, λόγω μείωσης λευκωματίνης στο αίμα.
Η καρδιακή ανεπάρκεια. Στην καρδιακή ανεπάρκεια αυξάνουν οι υδροστατικές πιέσεις. Συχνά συνυπάρχει δύσπνοια, ψυχρά άκρα, κυάνωση άκρων.
Η κίρρωση του ήπατος. Στην κίρρωση υπάρχει απόφραξη αιματικής λεμφικής ροής, πυλαία υπέρταση και πτώση λευκωματίνης, παθοφυσιολογικές διαταραχές που προκαλούν οίδημα. Υπάρχει συχνά ιστορικό κατάχρησης αλκοόλ, διαταραχή ισορροπίας, ίκτερος.
Η νεφρική βλάβη. Η κατακράτηση υγρών συχνά συνοδεύεται από αύξηση πίεσης, απόπνοια ουρίας, διαταραχές ούρησης, διαταραχή γεύσης-ύπνου-προσοχής.
Το ιδιοσυστασιακό οίδημα. Εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε γυναίκες, προκαλεί μεγάλες διακυμάνσεις βάρους μη εξαρτώμενες από την λήψη τροφής. Μπορεί να συνδέεται ή όχι με την φάση της έμμηνης ρήσης ή με μεταβολές σε παραμέτρους όπως η υγρασία και θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Οφείλεται σε ιδιοσυστασιακή κατακράτηση υγρών και άλατος.
Η κύηση. Προκαλούνται ορμονικές αλλαγές και μεταβολές στις αγγειακές πιέσεις με αποτέλεσμα αύξηση του όγκου του διάμεσου υγρού.
Β. ΤΟΠΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ
Η τοπική άθροιση υγρών προκαλεί εντοπισμένο οίδημα. Στην περίπτωση του τοπικού οιδήματος υπάρχει ρήξη της ισορροπίας υδροστατικών-κολλοειδωσμωτικών πιέσεων, διαταραχή λεμφικής αιματικής κυκλοφορίας των υγρών, ανεπάρκεια των ομοιοστατικών μηχανισμών του σώματος σε τοπικό επίπεδο. Τα αίτια, αναλυτικότερα, είναι:
Μείωση της φλεβικής απαγωγής τοπικά (π.χ. φλεβίτιδα)
Μείωση της λεμφικής απαγωγής τοπικά (π.χ. λεμφαγγειίτιδα)
Φλεγμονές (π.χ. κυτταρίτιδα)
Υπερευαισθησία (π.χ. τοπική αλλεργία)
Τραύματα (π.χ. αιματώματα).
Τα ευρήματα από τη σωστή ιατρική εξέταση, έχουν κομβικό ρόλο στην ορθή διαφορική διάγνωση και θεραπεία.