Η χρόνια κόπωση χαρακτηρίζεται από επίμονη, υποτροπιάζουσα κόπωση διάρκειας μεγαλύτερης του εξαμήνου. Σε αρκετές περιπτώσεις η κόπωση καθιστά αδύνατη την διεκπεραίωση καθημερινών καθηκόντων.
Όταν υπάρχει συγκεκριμένο υποκείμενο νόσημα ή παράγοντας που ευθύνεται για την κόπωση τότε πρόκειται για δευτεροπαθή κόπωση εάν όχι, τότε πρόκειται για ιδιοπαθή κόπωση. Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (CFS), είναι μία ολιστική ασθένεια που χαρακτηρίζεται από σημαντικού βαθμού ιδιοπαθή κόπωση με ποικίλα συμπτώματα (π.χ. διαταραχές της μνήμης και της συγκέντρωσης, μυϊκοί πόνοι, αρθραλγίες, ύπνος που δεν ξεκουράζει, πονοκέφαλος, ευαίσθητοι λεμφαδένες, πονόλαιμος) και δυσλειτουργίες σε όλα τα οργανικά συστήματα .
Το νευρικό σύστημα στο σύνδρομο χρόνιας κόπωσης είναι ένα από τα συστήματα του οποίου η δυσλειτουργία εκδηλώνεται με θορυβώδη τρόπο. Ένα μεγάλο μέρος των συμπτωμάτων στο σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (π.χ. διαταραχές ύπνου, πονοκέφαλος, ζάλη, αδυναμία συγκέντρωσης, κακή μνήμη) οφείλεται στην δυσλειτουργία αυτή. Επίσης αρκετοί ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης παρουσιάζουν αυξημένη ψυχολογική ευαισθησία και stress. Μελέτες του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού στους πάσχοντες αναδεικνύουν αποδιοργάνωση ορισμένων συστημάτων ελέγχου και επικοινωνίας του ΚΝΣ που παίζουν κρίσιμο ρόλο στη γνωστική λειτουργία. Απεικονιστικές μελέτες αναδεικνύουν μείωση του όγκου της φαιάς ουσίας, ελαττωμένο μεταβολισμό σε εγκεφαλικές περιοχές και μειωμένη ροή αίματος φλοιού σε συνδυασμό με μιτοχονδριακή δυσλειτουργία και οξειδωτικό στρες. Παράλληλα ο εγκέφαλος συχνά επιχειρεί να αντιρροπήσει τις αλλοιώσεις κινητοποιώντας περισσότερες περιοχές του εγκεφάλου κατά την επεξεργασία των πληροφοριών.