Η νευρογενής ανορεξία είναι ένα σύνδρομο άγνωστης αιτιολογίας, όπου υπάρχει ανορεξία και άρνηση λήψης τροφής, λόγω διαταραχής της αντίληψης της εικόνας του σώματος (π.χ. ο ασθενής αισθάνεται παχύς ενώ δεν είναι) και φόβου παχυσαρκίας. Παρά την άρνηση λήψης τροφής, αρκετά άτομα παρουσιάζουν επεισόδια πολυφαγίας. Αποτελεί την πιο συχνή αιτία χρονίζουσας ανορεξίας σε εφήβους και ιδιαίτερα γυναίκες.
Είναι συχνό το φαινόμενο, η νευρική ανορεξία, να εμφανίζεται ως συνέχεια μια δίαιτας απώλειας βάρους. Προοδευτικά, καθώς ο ασθενής σταδιακά αφιερώνεται στην δίαιτα, διαστρεβλώνεται το αίσθημα της τάσης για φαγητό. Ψυχαναγκαστικές δραστηριότητες και ακραίες συμπεριφορές, όπως υπερβολική άσκηση, απομάκρυνση από κοινωνικές επαφές, υπερβολική ενασχόληση με τη μελέτη, εκδηλώνονται. Παρά ταύτα, η ανορεξία διακόπτεται σε αρκετά άτομα από βουλιμικά επεισόδια με πολυφαγία, για να επανέλθει με δριμύτητα στη συνέχεια. Πολλές φορές τα ανορεκτικά άτομα χρησιμοποιούν καθαρτικά και προκαλούν τα ίδια εμετό στον εαυτό τους, ενώ θέτουν αυστηρά όρια για το ιδανικό βάρος τους. H ασθένεια παρουσιάζει σημαντικές παθολογικές επιπτώσεις στο σύνολο του οργανισμού. Οι ασθενείς παρουσιάζουν απώλεια βάρους και σημαντικές ελλείψεις ζωτικών για το σώμα ουσιών. Υπάρχει ελαττωμένη λειτουργία όλων των οργάνων, λόγω στέρησης ενέργειας. Δυσανεξία στο ψύχος, μείωση της κινητικότητας του γαστρεντερικού σωλήνα με δυσκοιλιότητα και αναστολή της εμμήνου ρήσεως είναι συχνά συμπτώματα. Τριχόπτωση και ανάπτυξη εστιών τριχοφυΐας με χνούδι σε περιοχές, όπου δεν προϋπήρχαν, διόγκωση σιελογόνων αδένων, που δίνουν την εντύπωση δυσανάλογα μεγάλου σε σχέση με το σώμα προσωπείου, οστικά άλγη, οίδημα, κυάνωση δακτύλων μπορεί να εμφανιστούν.
Σε σοβαρές περιπτώσεις εμφανίζονται βραδυκαρδία, υπόταση, υποθερμία, ολιγουρία, ηπατική δυσλειτουργία, πρήξιμο, πτώση ανοσοποιητικού με συχνές λοιμώξεις.
Εργαστηριακά ευρήματα, τα οποία μπορεί να εμφανίζονται από κοινού ή μεμονωμένα, είναι η αναιμία, η πτώση λευκών αιμοσφαιρίων, οι διαταραχές ηλεκτρολυτών, η αύξηση της ουρίας, η αύξηση της κρεατινίνης, το χαμηλό σάκχαρο ορού, η πτώση ορμονών του φύλου, η πτώση των θυρεοειδικών ορμονών, η αύξηση της κορτιζόλης, η αύξηση των τρανσαμινασών, η οστεοπενία. Ο καρδιακός όγκος παλμού μειώνεται και ενίοτε αναπτύσσεται καρδιακή ανεπάρκεια. Ορισμένα άτομα εμφανίζουν αρρυθμίες.
Η κατάσταση χρήζει άμεσης ιατρικής παθολογικής αντιμετωπίσεως, με δεδομένο ότι εάν δεν αντιμετωπιστεί, ο πάσχων μπορεί να καταλήξει. Σύμφωνα με μελέτες πάνω από το 5% των πασχόντων οδηγούνται στον θάνατο. Πολλά από τα άτομα αυτά θα μπορούσαν να έχουν σωθεί, εάν η ιατρική παρέμβαση ήταν άμεση στα πρώτα στάδια της νόσου. Είναι σημαντικό η άμεση παθολογική εξέταση να μην αναβάλλεται στα άτομα που επιμένουν σε δίαιτες, παρά το γεγονός ότι έχουν ήδη χάσει αρκετό βάρος και ο δείκτης μάζας σώματος είναι κάτω του 20.
Σοβαρές επιπλοκές ενδέχεται επίσης να συμβούν, όταν η επανασίτιση δεν γίνεται σωστά. Η ασφαλής επανασίτιση πρέπει να είναι σταδιακή και ελεγχόμενη. Κατά την ελεγχόμενη επανασίτιση χορηγούνται ειδικά φάρμακα και συμπληρώματα τόνωσης των οργανικών συστημάτων. Η ταυτόχρονη ψυχοθεραπευτική παρέμβαση είναι απαραίτητη.
Άμεση νοσηλεία και επανασίτιση σε νοσοκομειακό περιβάλλον απαιτείται, όταν ισχύει ένα από τα παρακάτω:
Όταν το σωματικό βάρος είναι κάτω του 75% του αναμενόμενου για την ηλικία και τα σωματομετρικά στοιχεία του πάσχοντα
Όταν υπάρχουν σοβαρές εργαστηριακές αλλοιώσεις ή σοβαρή βραδυκαρδία
Όταν υπάρχει ταχεία επιδείνωση της κατάστασης
Όταν υπάρχει αυτοκτονική διάθεση
Όταν δεν υπάρχει άτομο, που να μεριμνά συνεχώς, ώστε ο πάσχων να τηρεί την ενδεικνυόμενη θεραπεία και να κάνει ορισμένους επιβαλλόμενους εργαστηριακούς ελέγχους
Η επανασίτιση στις παραπάνω περιπτώσεις, γίνεται σε νοσοκομειακό περιβάλλον, διότι πρέπει να γίνει σταδιακά και ελεγχόμενα με ταυτόχρονη λήψη μέτρων αντιμετώπισης σοβαρών επιπλοκών.
Οι επιπλοκές κατά την επανασίτιση διακρίνονται σε ψυχιατρικές και παθολογικές. Οι ψυχιατρικές επιπλοκές περιλαμβάνουν τις κρίσεις άγχους, κατάθλιψης, τον αυτοκτονικό ιδεασμό. Παθολογικές επιπλοκές κατά την επανασίτιση είναι η γαστρική διάταση, το παθολογικό σύνδρομο επανασίτισης (εκδηλώνεται με συνδυασμό χαμηλού φωσφόρου-χαμηλού μαγνησίου-καρδιαγγειακή αστάθεια), η κατακράτηση υγρών και το οίδημα, η αύξηση των ηπατικών ενζύμων.