Γιατί δεν χορηγούνται φάρμακα σε κάθε περίπτωση υψηλής χοληστερόλης

images_1412017_cholesterol_apple_03.jpg

Η χοληστερόλη ή χοληστερίνη, όπως είναι ευρέως γνωστή, είναι μία χημική ουσία (στερόλη), που αυξάνει στον οργανισμό με την κατανάλωση λιπαρών ουσιών. Η χοληστερόλη έχει μια σειρά από λειτουργίες. Είναι ένα δομικό συστατικό των κυτταρικών μεμβρανών. Μετέχει σε σημαντικές για τον οργανισμό χημικές αντιδράσεις. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή σημαντικών ορμονών, όπως οι γυναικείες ορμόνες, οι ανδρικές ορμόνες και οι ορμόνες των επινεφριδίων.

Παρά την «δαιμονοποίηση» της χοληστερόλης, κατά τα παλαιότερα χρόνια, σήμερα έχει γίνει πλέον σαφές, ότι η μείωση της χοληστερόλης δεν είναι επιθυμητός στόχος σε κάθε περίπτωση αύξησης και δεν οδηγεί σε παράταση του προσδόκιμου επιβίωσης σε όλα τα άτομα. Ορισμένες μελέτες μάλιστα συνδέουν τα χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης με αύξηση της θνησιμότητας από ορισμένα νοσήματα. Αυτό αντανακλά το σύνθετο ρόλο της χοληστερόλης στον οργανισμό. Εξάλλου τα φάρμακα μείωσης της χοληστερόλης δε στερούνται παρενεργειών, με αποτέλεσμα η άσκοπη χορήγησή τους να εκθέτει σε σημαντικούς κινδύνους τον ασθενή με υπερχοληστερολαιμία.

Το όχημα μεταφοράς της χοληστερόλης στο αίμα είναι οι λιποπρωτεΐνες, που αποτελούνται από υδρόφοβα λιπίδια (εστέρες χοληστερόλης, τριγλυκερίδια), υδρόφιλα λιπίδια (φωσφολιπίδια, μη εστεροποιημένη χοληστερόλη) και πρωτεΐνες. Οι λιποπρωτεΐνες ανάλογα με την πυκνότητά τους διαιρούνται σε χυλομικρά, VLDL (very low density lipoprotein-πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη), IDL(Intermediate density lipoprotein-ενδιάμεσης πυκνότητας λιποπρωτεΐνη), LDL (low density lipoprotein-χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη) και HDL (high density lipoprotein-υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη). Ήδη από το 1990, άρχισε να γίνεται σαφές ότι οι επιδράσεις της χοληστερόλης δεν είναι ίδιες σε όλους τους πάσχοντες. Η εξέλιξη των ερευνών ανέδειξε ότι το τμήμα της χοληστερόλης που συνδέεται με την λιποπρωτεΐνη LDL κινδυνεύει, μόνο όταν συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, να προκαλέσει δυσμενείς επιδράσεις.

Είναι κλασσικός ο παρακάτω πίνακας, που από το 1990 δημοσιεύεται σε σειρά σοβαρών ιατρικών περιοδικών, συνοψίζοντας τα αποτελέσματα ερευνών από ανεξάρτητα κέντρα.

Γίνεται πλέον εμφανές ότι η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου, που είναι προάγγελος του σχηματισμού αθηρωματικής πλάκας και της αποφρακτικής αγγειοπάθειας, είναι αποτέλεσμα μιας σειράς δυσμενών παραγόντων, ενώ η αξιολόγηση της υπάρχουσας δυσλειτουργίας του ενδοθηλίου και ο υπολογισμός του δεκαετούς κινδύνου είναι σημαντικά για την αξιολόγηση της αναγκαιότητας ή μη της θεραπείας στον υπερχοληστερολαιμικό ασθενή, καθώς και για τον καθορισμό του είδους της θεραπείας.

Από το 2002, ο κατάλογος των παραγόντων που δρουν συνεργικά με την LDL χοληστερόλη προκαλώντας μια σειρά παθοφυσιολογικών αλλοιώσεων με κοινό καταληκτικό σημείο την ανάπτυξη δυσλειτουργίας του ενδοθηλίου, έχει σημαντικά εμπλουτιστεί (π.χ. αυξημένα τριγλυκερίδια, c αντιδρώσα πρωτεΐνη, ομοκυστείνη, μεταβολικό σύνδρομο, παράγοντες φλεγμονής, ορισμένες λοιμώξεις, δυσμενής κληρονομικότητα), έχει αναδειχτεί ο προστατευτικός ρόλος της HDL χοληστερόλης, ενώ ειδικές εξισώσεις για τον υπολογισμό του κινδύνου έχουν αναπτυχθεί.

Η πλήρης μελέτη του είδους των λιποπρωτεϊνών που διαταράσσονται στην υπερχοληστερολαιμία, ο ορθός υπολογισμός του βαθμού της υπάρχουσας δυσλειτουργίας του ενδοθηλίου και ο σωστός υπολογισμός του δεκαετούς κινδύνου, είναι σημαντικές προϋποθέσεις για τη σωστή αντιμετώπιση της υπερχοληστερολαιμίας σε κάθε περίπτωση. Σωστή αντιμετώπιση σήμερα σημαίνει καμία θεραπεία, χορήγηση ειδικής διατροφής ή φάρμακων, ανάλογα με την περίπτωση.

Πηγή : http://anastasiamoschovaki1.blogspot.gr/