Με τον όρο αυτοδιάγνωση χαρακτηρίζεται η πρακτική κατά την οποία ο ασθενής προβαίνει μόνος του σε διαγνώσεις είτε με βάση τιμές αναφοράς (που εκτίθενται στο internet σε μικροβιολογικά εργαστήρια ή σε βιβλία) είτε συζητώντας την περίπτωσή του με τρίτα άτομα, οπωσδήποτε όμως με παράκαμψη της παθολογικής ιατρικής εξέτασης.
Η κακή συνήθεια της αυτοδιάγνωσης οδηγεί σε λάθη και σημαντικές καθυστερήσεις τις περισσότερες φορές στην διάγνωση και θεραπεία. Το ανθρώπινο σώμα είναι πολύπλοκος οργανισμός και τα ευρήματα που εντοπίζονται κατά τη σωστή παθολογική εξέταση από σφαιρικά ενημερωμένο ιατρό με εμπειρία, έχουν κομβική σημασία για την ορθή διάγνωση. Μία οσφυαλγία, για παράδειγμα, μπορεί να οφείλεται σε λοιμώξεις του νωτιαίου μυελού και των οστών, αιματολογικές νόσους, οστεοπόρωση, καρκίνο, νοσήματα παγκρέατος, στομάχου, ψωρίαση, νοσήματα εντέρου, νεφρών και να μην είναι ένα απλό τράβηγμα, όπως πιστεύεται ευρέως. Ένας πόνος στο λαιμό ενδέχεται να μην οφείλεται σε ίωση, που είναι το πιο σύνηθες αλλά σε έμφραγμα, ενώ ένας βήχας μπορεί να μην οφείλεται σε κρυολόγημα αλλά σε καρκίνο.
Όσον αφορά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων, οι φυσιολογικές και οι παθολογικές τιμές που δίδουν τα βιβλία και τα μικροβιολογικά εργαστήρια, προέρχονται από μια στατιστική πραγματικότητα στον πληθυσμό των υγιών ατόμων και των αρρώστων. Αυτό σημαίνει ότι ένα άτομο μπορεί να είναι υγιές και να παρουσιάζει μία παθολογική εργαστηριακή τιμή, καθώς και το αντίστροφο, ένα άτομο να είναι άρρωστο και η αντίστοιχη εργαστηριακή τιμή να είναι φυσιολογική. Επιπρόσθετα, στις φυσιολογικές διακυμάνσεις, που τα βιβλία συνήθως εμφανίζουν κατά φύλο, συνήθως δεν περιλαμβάνουν τις φυσιολογικές διακυμάνσεις, που εμφανίζονται κατά ηλικία, ούτε τις φυσιολογικές μεταβολές που προκαλεί σε ορισμένες εργαστηριακές τιμές τυχόν συμπαρομαρτούν γνωστό νόσημα ή νοσηρή προδιάθεση. Η συγκριτική αξιολόγηση του οργανισμού επίσης είναι σημαντική για την ορθή διάγνωση και δεν μπορεί να γίνει με βάση τις φυσιολογικές τιμές αναφοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο αιματοκρίτης.
Ο αιματοκρίτης σε μία φυσιολογική γυναίκα κυμαίνεται από 36 έως 46% ανάλογα και με τη μέθοδο μέτρησης που χρησιμοποιεί το μικροβιολογικό εργαστήριο. Ένας οργανισμός όμως που λειτουργεί από την ηλικία των δεκαοκτώ ετών με αιματοκρίτη 46% και ξαφνικά εμφανίζει αιματοκρίτη 38%, έχει συχνότατα παθολογικό πρόβλημα ακόμα και εάν η νέα τιμή εξακολουθεί να ευρίσκεται στα φυσιολογικά πλαίσια που δίδει το μικροβιολογικό εργαστήριο. Ο οργανισμός επίσης αλλάζει και μία τιμή αιματοκρίτη 36% που μπορεί να είναι φυσιολογική για μια τριανταπεντάρα, μπορεί να υποκρύπτει παθολογικό πρόβλημα όταν η γυναίκα αυτή γίνει εξήντα ετών.
Τα εργαστηριακά αποτελέσματα αξιολογούνται σωστά μόνο σε συνάρτηση με τα στοιχεία από τη σωστή ιατρική εξέταση από έμπειρο και ενημερωμένο παθολόγο και ποτέ μεμονωμένα και πρόχειρα.