Η αμυλάση είναι ένζυμο, το οποίο ευρίσκεται σε αρκετά όργανα του σώματος, όπως είναι οι ιστοί του πεπτικού συστήματος, οι σιελογόνοι αδένες, τα νεφρά. Παρά το γεγονός ότι η μέτρηση της αμυλάσης στο αίμα χρησιμοποιείται κλασσικά για την διάγνωση των παθήσεων του παγκρέατος και ειδικότερα της παγκρεατίτιδας, αυξήσεις της αμυλάσης προκαλεί μία πλειάδα παθήσεων.
Παθήσεις των κοιλιακών οργάνων, των σιελογόνων αδένων, των νεφρών προκαλούν αυξημένη απελευθέρωση του ενζύμου από τους αντίστοιχους ιστούς, στο αίμα. Το ένζυμο αυτό επίσης εκκρίνεται σε αυξημένες ποσότητες από καρκινώματα. Στην διαφορική διάγνωση της υπεραμυλασαιμίας συγκαταλέγονται ορισμένες λοιμώξεις, τα εγκαύματα, τραύματα, η κύηση, η διαβητική κετοοξέωση και τα φάρμακα. Η μακροαμυλασαιμία είναι μία κατάσταση, συχνά καλοήθης, στην οποία η αμυλάση στο αίμα αυξάνεται λόγω σύνδεσής της με ανοσοσυμπλέγματα.
Η σωστή παθολογική εξέταση έχει κομβική σημασία κατά την αξιολόγηση της αυξημένης αμυλάσης. Η πραγματοποίηση ορισμένων συμπληρωματικών εργαστηριακών εξετάσεων είναι επιβεβλημένη σε ορισμένες περιπτώσεις.