Το πρόβλημα της υπογονιμότητας βαίνει αυξανόμενο σήμερα παγκοσμίως. Ακόμη και σε κοινωνίες στις οποίες η τεκνογονία εκθειάζεται και η ηλικία γάμου στις νέες γενιές δεν έχει μεταβληθεί ενώ η αντισύλληψη για θρησκευτικούς οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους είναι ανύπαρκτη, έχουμε σημαντική μείωση των παιδιών ανά γυναίκα.Στο http://data.worldbank.org/ μπορεί κανείς να συγκρίνει δεδομένα που αφορούν τον αριθμό παιδιών ανά γυναίκα από το 1984, σε διάφορες χώρες όπως παρουσιάζονται μέσα από τα δεδομένα της παγκόσμιας τράπεζας.
Ιδιαίτερα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ το πρόβλημα της υπογονιμότητας προσβάλλει πάνω από το 10.9% των ζευγαριών σήμερα. Παρά την αποτελεσματικότητα των θεραπειών στην πλειοψηφία των σαλπιγγικών φλεγμονών των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων και συστηματικών νοσημάτων και την αποκατάσταση διαιτητικών στερήσεων που αποτελούσαν τις βασικές αιτίες υπογονιμότητας στις χώρες αυτές κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, τα ποσοστά υπογονιμότητας αυξήθηκαν. Ενώ τα ποσά που δαπανώνται στις νέες τεχνολογίες της τεχνικώς υποβοηθούμενης εξωσωματικής αναπαραγωγής είναι τεράστια, αποσιωπάται σκοπίμως τόσο από τις φαρμακευτικές εταιρείες όσο και από τους γυναικολόγους που εμπλέκονται,ότι στην πλειοψηφία των ζευγαριών οι τεχνολογίες αυτές απλώς κουκουλώνουν το πρόβλημα χρησιμοποιώντας δανεικά ωάρια και δανεικό σπέρμα χωρίς να επιλύουν ουσιαστικά το πρόβλημα της αδυναμίας απόκτησης βιολογικού τέκνου.
Μία σειρά από επιδημιολογικές έρευνες και εργαστηριακές έρευνες έχουν αρχίσει να αναδεικνύουν τις πολλαπλές παθολογικές παραμέτρους που εμπλέκονται στην εξασφάλιση υψηλής αναπαραγωγικής ικανότητας. Παθολογικές παραμέτρους που έχουν σχέση με το συνολικό status υγείας του ανθρώπου, παράγοντες διατροφής, έκθεσης σε τοξικές ουσίες εντομοκτόνα χημικές ουσίες του περιβάλλοντος και που πρέπει οπωσδήποτε να αποκατασταθούν όταν επιχειρείται η μεγιστοποίηση της αναπαραγωγικής ικανότητας.
Ηπεριβαλλοντική παράμετρος που αγνοείται ίσως πιο συστηματικά από την τρέχουσα γυναικολογική πρακτική στην Ελλάδα είναι οι χημικές ουσίες με δυσμενή επίδραση στην γονιμότητα στις οποίες ο πάσχων ή η πάσχουσα εκτίθεται μέσω ποικίλων προϊόντων ομορφιάς. Στο παρόν άρθρο εκτίθενται ορισμένα από τα πιο συνήθη προϊόντα σώματος για τα οποία έχουμε ενδείξεις ότι επιδρούν δυσμενώς στο αναπαραγωγικό σύστημα ή σε οργανικά συστήματα του οργανισμού που αλληλοεπιδρούν με το αναπαραγωγικό σύστημα.
1. ΑΝΤΗΛΙΑΚΑ
Πρόσφατες αναφορές έχουν δείξει ότι τα φίλτρα που χρησιμοποιούνται για την προστασία από τον ήλιο έχουν οιστρογονική δραστικότητα. Ειδικότερατα αντηλιακά φίλτρα του τύπου βενζοφαινόνης (Benzophenone (BP)-type ultraviolet (UV) filters) είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα για τους άντρες. Η έκθεση σε 4-μεθυλοβενζυλιδενο κάμφορα και 3-βενζιδενο καμφορά σύμφωνα με ορισμένες μελέτες ενδέχεται να μεταβάλει την ανάπτυξη του προστάτη αδένα, φαινόμενο ωστόσο που δεν έχει αποδειχτεί με τελεσίδικο τρόπο.
2. PARABENS
Περιλαμβάνουν κυρίως methylparaben (MP), ethylparaben (EP), propylparaben (PP), and butylparaben (BP). Χρησιμοποιούνται ευρέως ως καλλυντικά και συντηρητικά σε τρόφιμα. Παρόλο που αυτές οι χημικές ουσίες πιστεύεται ότι είναι ασφαλείς για τον άνθρωπο, πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι έχουν οιστρογονική δράση, και μπορεί να επηρεάσουν την κανονική ανάπτυξη και τις λειτουργίες του συστήματος αναπαραγωγής σε πολλά είδη ζώων. Η αθώα συμπεριφορά τους in vivo στο ανθρώπινο αναπαραγωγικό σύστημα δεν έχει αποδειχτεί παντελώς.
3. ΑΡΩΜΑΤΑ
Τα συνθετικά αρώματα που χρησιμοποιούνται κατά την παρασκευή των καλλυντικών περιέχουν συχνά φθαλικές ενώσεις και χημικές ουσίες που λειτουργούν ως μεταλλαξιογόνα ή ενδοκρινικοί διαταράκτες.