Το αίμα περιέχει νερό, οξυγόνο, κύτταρα άμυνας και αιμόστασης, θρεπτικά συστατικά μέταλλα βιταμίνες, στοιχεία απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία των κυττάρων του σώματος. Η ομαλή τροφοδοσία των οργάνων γίνεται καθώς το αίμα διέρχεται από τις αρτηρίες.
Στο φυσιολογικό άτομο οι αρτηρίες είναι βατές και ανοιχτές με αποτέλεσμα τα όργανα που τροφοδοτούν να αρδεύονται ομαλά και η λειτουργία τους να γίνεται απρόσκοπτα. Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούν βλάβη ή συνοδεύονται από αλλοιωμένη σύνθεση του τοιχώματος της αρτηρίας δύνανται να προκαλέσουν παθολογική στένωση του αγγείου με αποτέλεσμα την παρακώλυση της ομαλής τροφοδοσίας των ιστών με αίμα και την ανάπτυξη προοδευτικής ανεπάρκειας του οργάνου που αιματώνεται από την αντίστοιχη αρτηρία. Σε αρχικά στάδια το αρδευόμενο όργανο κινητοποιεί τις αμυντικές του εφεδρείες και συμπτώματα συχνά δεν υπάρχουν. Καθώς η νόσος εξελίσσεται και η στένωση γίνεται πιο σοβαρή, συμπτώματα συνήθως εκλύονται. Τα συμπτώματα ποικίλουν ανάλογα με την θέση της στένωσης. Εάν η θέση της στένωσης είναι οι καρωτίδες παρακωλύεται η εγκεφαλική ροή του αίματος με αποτέλεσμα την εμφάνιση ζάλης, παραλύσεων, θάμβους οράσεως, αδυναμίας, δυσαρθρίας, εγκεφαλικών επεισοδίων. Εάν η θέση της στένωσης είναι οι νεφρικές αρτηρίες (στένωση νεφρικών αρτηριών) παρακωλύεται η νεφρική ροή αίματος με εμφάνιση νεφρικής ανεπάρκειας, εμέτων, υπέρτασης, ουραιμίας σε περιπτώσεις συμπωματικής νόσου. Εάν η θέση της στένωσης είναι οι στεφανιαίες αρτηρίες παρακωλύεται η καρδιακή ροή αίματος με αποτέλεσμα την ανάπτυξη καρδιακής νόσου με πόνο έμφραγμα δυσανεξία στην κόπωση όταν πρόκειται για συμπωματική νόσο.
Τα κύρια αίτια των αρτηριακών στενώσεων είναι η αρτηριοσκλήρυνση, οι αρτηρίτιδες, κληρονομικά νοσήματα.
Η αθηρωμάτωση είναι το πιο συχνό αίτιο και συνήθως προκαλείται από το κάπνισμα την υψηλή χοληστερόλη το μεταβολικό σύνδρομο την μη ρυθμισμένη υπέρταση, το υψηλό σάκχαρο αίματος, τη δυσμενή κληρονομικότητα.
Το τμήμα της χοληστερόλης που συνδέεται με την LDL, είναι εκείνο που, υπό προϋποθέσεις, προκαλεί δυσλειτουργία του ενδοθηλίου και αθηρωμάτωση. Όταν αυξάνεται η LDL και συντρέχουν ένας ή περισσότεροι από ορισμένους βλαπτικούς για το ενδοθήλιο παράγοντες (π.χ. κακή κληρονομικότητα, αυξημένη πίεση αίματος, αυξημένο σάκχαρο, κάπνισμα, μεταβολικό σύνδρομο), λιποπρωτεΐνες LDL συρρέουν στον έσω χιτώνα της αρτηρίας, όπου υφίστανται βιοχημικές τροποποιήσεις (π.χ. οξείδωση, μη ενζυματική γλυκοζυλίωση), ενώ αναπτύσσεται μια ιδιότυπη φλεγμονώδης αντίδραση. Λευκά αιμοσφαίρια συρρέουν στην περιοχή, μονοκύτταρα μετατρέπονται σε φαγοκύτταρα που φαγοκυτταρώνουν το λίπος του τοιχώματος. Παράγοντες φλεγμονής και αυξητικοί παράγοντες συρρέουν τοπικά, ενεργές μορφές οξυγόνου (ρίζες οξυγόνου) παράγονται, χημικές ουσίες που εκλύονται καταστρέφουν πλειάδα ενδοθηλιακών κυττάρων με αποτέλεσμα την εμφάνιση βλάβης στο τοίχωμα της αρτηρίας με χαρακτηριστική παθολογοανατομική εικόνα (αθηρωματική νόσος).
Η αρτηριοσκληρυντική νόσος των καρωτίδων είναι το πιο συχνό αίτιο της στένωσης των καρωτίδων σήμερα και συνήθως προκαλείται από το κάπνισμα την υψηλή χοληστερόλη το μεταβολικό σύνδρομο την μη ρυθμισμένη υπέρταση, το υψηλό σάκχαρο αίματος.
Το τμήμα της χοληστερόλης που συνδέεται με την LDL, είναι εκείνο που, υπό προϋποθέσεις, προκαλεί δυσλειτουργία του ενδοθηλίου και αθηρωμάτωση των καρωτίδων. Όταν αυξάνεται η LDL και συντρέχουν ένας ή περισσότεροι από ορισμένους βλαπτικούς για το ενδοθήλιο παράγοντες (π.χ. κακή κληρονομικότητα, αυξημένη πίεση αίματος, αυξημένο σάκχαρο, κάπνισμα, μεταβολικό σύνδρομο), λιποπρωτεΐνες LDL συρρέουν στον έσω χιτώνα της αρτηρίας, όπου υφίστανται βιοχημικές τροποποιήσεις (π.χ. οξείδωση, μη ενζυματική γλυκοζυλίωση), ενώ αναπτύσσεται μια ιδιότυπη φλεγμονώδης αντίδραση. Λευκά αιμοσφαίρια συρρέουν στην περιοχή, μονοκύτταρα μετατρέπονται σε φαγοκύτταρα που φαγοκυτταρώνουν το λίπος του τοιχώματος. Παράγοντες φλεγμονής και αυξητικοί παράγοντες συρρέουν τοπικά, ενεργές μορφές οξυγόνου (ρίζες οξυγόνου) παράγονται, χημικές ουσίες που εκλύονται καταστρέφουν πλειάδα ενδοθηλιακών κυττάρων με αποτέλεσμα την εμφάνιση χαρακτηριστικής παθολογοανατομικής εικόνας (αθηρωματική νόσος καρωτίδων) και στένωση.
Η θεραπεία περιλαμβάνει διατροφική θεραπεία και φάρμακα. Η χειρουργική επέμβαση εφαρμόζεται σπανιότερα σε σοβαρές περιπτώσεις.