Σύμφωνα με μια μελέτη που παρουσιάστηκε στην ετήσια Ευρωπαϊκή Σύνοδο για την παχυσαρκία, στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, τα μικρά παιδιά ηλικίας 5-6 ετών λαμβάνουν το 17,4% των θερμίδων τους από τη ζάχαρη και η κύρια πηγή πρόσληψης είναι τα σακχαρούχα αναψυκτικά (40%) ενώ η σοκολάτα, τα γλυκά και οι καραμέλες παρέχουν το 10%.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στη Βρετανία και χρηματοδοτήθηκε από τον Εθνικό Ινστιτούτο για την Έρευνα στην Υγεία της χώρας.
Με τις ισχύουσες διεθνείς συστάσεις από τον Παγκόσμιο οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), η ζάχαρη (και πιο συγκεκριμένα τα ελεύθερα σάκχαρα) δεν θα πρέπει να παρέχει πάνω από το 5% των συνολικών προσλαμβανόμενων θερμίδων. Σύμφωνα με τον ορισμό του ΠΟΥ το 2015, στα ελεύθερα σάκχαρα λογίζονται αυτά που προστίθενται στα τρόφιμα αλλά και όσα υπάρχουν εκ φύσεως στις διάφορες τροφές (π.χ. μέλι, σιρόπια, φυσικούς χυμούς φρούτων, συμπυκνωμένους και μη, φρούτα κλπ).
Η κατανάλωση ζάχαρης έχει συσχετιστεί με αύξηση του βάρους των παιδιών, με ανάπτυξη σακχαρώδους διαβήτη και καταστροφή των δοντιών τους ιδιαίτερα την κρίσιμη περίοδο της ανάπτυξής τους.
Η φρουκτόζη, είναι ένα σάκχαρο το οποίο μεταβολίζεται διαφορετικά από τη γλυκόζη (σχεδόν αποκλειστικά στο συκώτι), κάτι που μπορεί να επιβαρύνει την υγεία όταν καταναλώνεται σε μεγάλη ποσότητα. Το σώμα μπορεί να διαχειριστεί την ποσότητα της φρουκτόζης που λαμβάνεται από τα φρούτα αλλά η κατανάλωση αυτού του σακχάρου έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες μέσω των αναψυκτικών και των γλυκών. Σημειώνεται ότι η φρουκτόζη δεν προσφέρει τον ίδιο κορεσμό στην πείνα όπως η γλυκόζη διότι δεν αποτελεί καύσιμο του εγκεφάλου. Με απλά λόγια το σώμα μπορεί να μεταβολίσει τη φρουκτόζη των φρούτων, ωστόσο η υπερβολική κατανάλωσή της μέσα από όλα σχεδόν τα συσκευασμένα τρόφιμα του εμπορίου, τα οποία περιέχουν φρουκτόζη, επιβαρύνει το ήπαρ και να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης ασθενειών στα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία.
Οι ερευνητές Πεϊμαν Άνταμπ και Κίγια Χάρλεϊ από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγκχαμ συνεργάστηκαν με συναδέλφους τους από το Πανεπιστήμιο του Λιντς, και εκπόνησαν την μελέτη WAVES, μια τυχαιοποιημένη έρευνα σε 54 δημοτικά σχολεία στην περιοχή των West Midlands στην Μεγάλη Βρετανία.
Οι ερευνητές συγκέντρωσαν πληροφορίες, περιλαμβανομένης της διατροφής των παιδιών για το διάστημα 2011-12, όταν ήταν 5-6 ετών. Στόχος ήταν να εντοπίσουν τις πηγές ελεύθερων σακχάρων.
Η διατροφή των παιδιών αξιολογήθηκε με το δείκτη CADET, ενός καταλόγου τροφών και υγρών που καταναλώνονται σε εύρος 24ωρου, ώστε να μπορούν οι επιστήμονες να εντοπίσουν την ποσότητα ελεύθερων σακχάρων που περιείχε κάθετι που κατανάλωναν τα παιδιά.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι η ημερήσια ποσότητα ελεύθερων σακχάρων στο δείγμα των 1.085 παιδιών ήταν 74,6 γραμμάρια, αποτελώντας το 17,4% των προσλαμβανόμενων θερμίδων. Από το σύνολο των ελεύθερων σακχάρων που κατανάλωναν τα παιδιά, το 40% προέρχονταν από τα αναψυκτικά και τα φρουτοποτά (25% από ανθρακούχα και φρουτοποτά και 15% από φρουτοχυμούς και smoothies), 10% από σοκολάτες, γλυκά, καραμέλες και μέντες, 8% από αρτοσκευάσματα και 7% από γιαούρτια και τυριά.
Οι συγγραφείς της μελέτης υπογράμμισαν: «Τα στοιχεία ενισχύουν τις ανησυχίες για την αυξημένη κατανάλωση ελεύθερων σακχάρων και τη συμβολή τους στην παιδική παχυσαρκία. Επίσης ενισχύουν την αναγκαιότητα επιβολής φόρου στα τρόφιμα βάσει της περιεκτικότητάς τους σε ζάχαρη, όπως έκανε η βρετανική κυβέρνηση, ως μέθοδο μείωσης της αγοράς και κατανάλωσης προϊόντων με πολλή ζάχαρη».