Η φλεγμονή και η λοίμωξη του κόλπου από μύκητες αποτελούν συχνές καταστάσεις, που αντιμετωπίζει ο μαχόμενος παθολόγος.
Το ph του φυσιολογικού κόλπου είναι 4.5 ή χαμηλότερο και ο οργανισμός που επικρατεί είναι ο lactobacillus. O lactobacillus παράγει υπεροξείδιο του υδρογόνου και συντελεί στην προστασία από ορισμένα παθογόνα.
Η μυκητίαση του κόλπου αποτελεί συχνή κολπική λοίμωξη, η οποία συνηθέστερα οφείλεται στον μύκητα Candida.
Η άμυνα του οργανισμού απέναντι σε παθογόνους μικροοργανισμούς, εξαρτάται τόσο από την αμυντική κατάσταση του τοπικού επιθηλίου, όσο και από την άμυνα γενικότερα του οργανισμού. Η ταυτόχρονη λοίμωξη με ορισμένους ιούς, o διαβήτης, η μειωμένη επάρκεια του ανοσοποιητικού καθιστά τον οργανισμό επιρρεπή στην προσβολή από παθογόνα. Οι μυκητιάσεις ειδικότερα πυροδοτούνται και από άλλους παράγοντες, όπως είναι η κύηση, η κατάχρηση αντιβιοτικών, η ζέστη, η υγρασία.
Η νόσος εκδηλώνεται με αύξηση των κολπικών εκκρίσεων, εμφάνιση ασυνήθιστων εκκρίσεων (π.χ. σαν «κομμένο» γάλα), ανάπτυξη κολπικού ερεθισμού, τοπικής φαγούρας, πόνου ή αίσθησης «καψίματος». Γενικό αίσθημα κακουχίας μπορεί να συνυπάρχει.
Η μικροσκοπική εξέταση και η καλλιέργεια αναδεικνύει μύκητες.
Κατά την διάρκεια της παθολογικής εξέτασης, τα στοιχεία από το διατροφικό και επαγγελματικό ιστορικό, το ιστορικό των καθημερινών συνηθειών, τα συνoδά συμπτώματα, ορισμένα σημεία από την εξέταση (π.χ. εξέταση λαιμού, αναπνευστικό ψιθύρισμα, διερεύνηση διογκωμένων αδένων) είναι σημαντικά για να διαπιστωθεί εάν η μυκητίαση έχει αναπτυχθεί σε έδαφος ανοσοκαταστολής ή κακών συνηθειών υγιεινής. Η σωστή παθολογική εξέταση είναι απαραίτητη ιδιαίτερα σε περιπτώσεις υποτροπιάζουσας μυκητίασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλονται εργαστηριακοί έλεγχοι.
Σήμερα υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία.