Η χοληστερόλη, ευρέως γνωστή ως χοληστερίνη, είναι σημαντικό λιπίδιο του αίματος και μεταφέρεται στο αίμα με τις λιποπρωτεΐνες. Οι λιποπρωτεΐνες είναι σφαιρικά σωματίδια, τα οποία περιέχουν πρωτεΐνες γνωστές ως αποπρωτεΐνες.
H υψηλής πυκνότητας HDL είναι η πυκνότερη οικογένεια των λιποπρωτεϊνών και αποτελείται κυρίως από αποπρωτεΐνες και χοληστερόλη. Ελαφρά λιγότερο πυκνή είναι η χαμηλής πυκνότητας LDL χοληστερόλη.
Οι λιποπρωτεΐνες διαφέρουν μεταξύ τους λόγω διαφορετικής πυκνότητας και διαφορετικού βιολογικού ρόλου στον οργανισμό. Με την αύξηση της LDL χοληστερόλης, μεγαλώνει ο κίνδυνος εναπόθεσης της χοληστερίνης στο τοίχωμα των αρτηριών, με αποτέλεσμα την αθηρωμάτωση και την διαταραχή της αιμάτωσης ζωτικών οργάνων, φαινόμενο που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό επεισόδιο. Η HDL χοληστερόλη αντιθέτως προστατεύει τον άνθρωπο, τόσο από την αθηροσκλυντική νόσο που αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό της γήρανσης, όσο και από τις εκδηλώσεις σοβαρών νοσημάτων (π.χ. στεφανιαία καρδιακή νόσος, ισχαιμικά εγκεφαλικά, αποφρακτική περιφερική αρτηριοπάθεια). Αυτός είναι ο λόγος που η καλή χοληστερόλη HDL έχει χαρακτηριστεί ως ο φύλακας άγγελος του οργανισμού. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, στους άνδρες για κάθε αύξηση της LDL κατά 10 mg/dl, ο κίνδυνος εμφάνισης στεφανιαίας νόσου αυξάνεται κατά 10% ενώ κάθε αύξηση της HDL κατά 5 mg/dl, μειώνει τον κίνδυνο κατά 10%.
O ακριβής μηχανισμός μέσω του οποίου η HDL ασκεί προστατευτική δράση μελετάται διεξοδικά. Η HDL συντίθεται στο ήπαρ και το έντερο και διευκολύνει την μεταφορά αποπρωτεϊνών μεταξύ των λιποπρωτεϊνών. Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες έχει σημαντικό ρόλο στην ανάστροφη μεταφορά της χοληστερόλης σε άλλες λιποπρωτεΐνες και στο ήπαρ και στον «καθαρισμό» της χοληστερόλης που εναποτίθεται μέσω της LDL στο τοίχωμα του αγγείου.
Η HDL καλό είναι να μην κυμαίνεται σε επίπεδα κάτω των 40 mg/dl. Στα οξέα νοσήματα ενδέχεται να τροποποιηθούν οι τιμές HDL(όπως εξάλλου και της LDL). Αυτός είναι ο λόγος που δεν πρέπει να γίνονται μετρήσεις κατά την διαδρομή οξέων εμπύρετων συνδρόμων, διότι είναι αναξιόπιστες.
Η ευαισθησία των ατόμων στις επιδράσεις της HDL και LDL ποικίλλει. Αυτός είναι ο λόγος που οι στόχοι σήμερα είναι εξατομικευμένοι. Oι διαβητικοί, οι καπνιστές, οι στεφανιαίοι ασθενείς, οι υπερτασικοί, τα άτομα με περιφερική αρτηριοπάθεια, τα άτομα με κακή κληρονομικότητα και διαταραχές ορισμένων αιματολογικών παραμέτρων, τα άτομα μεγάλης ηλικίας, οι παχύσαρκοι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις βλαπτικές επιδράσεις της LDL και σε αυτά τα άτομα επιδιώκουμε σημαντικές αυξήσεις HDL, η οποία θα αυξήσει την ενδογενή άμυνα του οργανισμού απέναντι στις τοξικές αυτές επιδράσεις. Η ωφέλιμη επίδραση της HDL είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες, ενώ η δυσμενής επίδραση της LDL είναι βάσει επιστημονικών μελετών μικρότερη. Αυτές οι συσχετίσεις εξασθενούν με την πάροδο της ηλικίας. H μείωση της HDL στα πλαίσια του μεταβολικού συνδρόμου είναι ιδιαίτερα βλαπτική για τον οργανισμό. Το μεταβολικό σύνδρομο, είναι ένα επικίνδυνο οργανικό σύνδρομο χωρίς συμπτώματα, στο οποίο κατά την ιατρική εξέταση διαπιστώνονται τρεις ή περισσότερες από τις διαταραχές που αναφέρονται παρακάτω: Κακοήθης κατανομή λίπους. Αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων αίματος. Παθολογικά χαμηλά επίπεδα «καλής χοληστερίνης» HDL. Αρτηριακή πίεση αίματος οριακά φυσιολογική.Γλυκόζη (ζάχαρο) αίματος νηστείας οριακά φυσιολογικό. Η συνύπαρξη των μεταβολικών δυσλειτουργιών που προαναφέρονται, δρα τοξικά στον ανθρώπινο οργανισμό, οδηγεί σε αυξημένη επίπτωση καρδιοεγκεφαλικών επεισοδίων, διαβήτη και πρόωρων θανάτων.
Κατά την εξέταση στο ιατρείο, καθορίζονται τα ιδανικά επίπεδα LDL HDL για το συγκεκριμένο άτομο που εξετάζεται, γεγονός που είναι σημαντικό για την αξιολόγηση της αναγκαιότητας θεραπευτικής παρέμβασης, αλλά και για τον καθορισμό του είδους της θεραπείας (διατροφή ή συνδυασμός διατροφής με φάρμακα). Στον καθορισμό των εξατομικευμένων στόχων κομβική σημασία έχουν τα ευρήματα από την σωστή ιατρική εξέταση και την λήψη ιστορικού (π.χ. ύπαρξη φυσημάτων, αυξημένη αρτηριακή πίεση, κακή κληρονομικότητα, κάπνισμα ) και η εφαρμογή ορισμένων εξισώσεων και παραμέτρων που πρόσφατα έχουν εισαχθεί στην μαχόμενη ιατρική παθολογική πρακτική (εξίσωση FRAMINGHAM, αθηρωματικός δείκτης). Κατά την ιατρική μελέτη διερευνώνται επιπροσθέτως τα αίτια παρατηρούμενων διαταραχών. Σήμερα ο στόχος της Ιατρικής σε πολλές παθολογικές περιπτώσεις δεν είναι μόνο η ελάττωση της χοληστερόλης και της LDL, αλλά και η αύξηση της HDL, η οποία δυστυχώς συχνά παραβλέπεται.
Υπάρχουν πολλοί γενετικοί παράγοντες νοσήματα και φάρμακα εκτός από την διατροφή, που προκαλούν διαταραχές της HDL (π.χ. ηπατικά, νεφρικά νοσήματα, νοσήματα ενδοκρινών αδένων, λήψη αντισυλληπτικών).Οι πιο κοινοί παράγοντες που προκαλούν παθολογική μείωση της HDL είναι η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή. Η διατήρηση φυσιολογικού ΒΜΙ, που είναι ένας ειδικός δείκτης που χρησιμοποιείται σήμερα για την εκτίμηση του υπερβολικού βάρους και η καθημερινή βάδιση είναι πολύ σημαντικά. Η συνετή λήψη αλκοόλ προκαλεί ωφέλιμες αυξήσεις HDL. Η καλή διατροφή η οποία είναι επαρκής σε βιταμίνες και άλατα, ιδιαιτέρως μάλιστα στην βιταμίνη του συμπλέγματος Β νιασίνη που περιέχεται στο κρέας τα ψαρικά, τα γαλακτοκομικά, τα δημητριακά ολικής άλεσης και στα πράσινα χορταρικά, συντελεί σύμφωνα με μελέτες στην αύξηση της HDL. Ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλουν την χορήγηση ειδικού φαρμάκου.