Ένα σύνηθες εύρημα στους εργαστηριακούς προληπτικούς ελέγχους είναι η αναιμία. Στην αναιμία υπάρχει πτώση της μάζας των ερυθρών αιμοσφαιρίων που κυκλοφορούν στο αίμα με αποτέλεσμα την ελάττωση της συγκέντρωσης της αιμοσφαιρίνης του αίματος και χαμηλός αιματοκρίτης.
Τα ερυθρά αιμοσφαίρια παράγονται στο μυελό των οστών, μετά από την επίδραση της ερυθροποιητίνης, ορμόνης που εκκρίνεται στο νεφρό. Μία μικρή ποσότητα ερυθροποιητίνης παράγεται από κύτταρα του ήπατος. Ο μυελός των οστών κάτω από την επίδραση της ερυθροποιητίνης και μόνο επί παρουσίας θρεπτικών ουσιών όπως σιδήρου, βιταμίνης Β12, φυλλικού οξέως, παράγει τα ερυθρά αιμοσφαίρια τα οποία απελευθερώνει στο αίμα. Το ώριμο ερυθρό αιμοσφαίριο έχει δισκοειδές σχήμα, είναι απύρηνο, είναι εξαιρετικά ευκίνητο ώστε να διασχίζει με εξαιρετική επιτυχία την μικροκυκλοφορία. Στη συνέχεια το γερασμένο ερυθρό αιμοσφαίριο καταστρέφεται στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα και ιδιαίτερα στο σπλήνα. Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες η φυσιολογική παραγωγή ερυθροκυττάρων οδηγεί σε ημερήσια αντικατάσταση του 0.8-1% όλων των κυκλοφορούμενων ερυθρών αιμοσφαιρίων, ενώ το μέσο ερυθρό αιμοσφαίριο ζει τρεις με τέσσερις μήνες πριν την απόσυρσή του από το δικτυοενδοθηλιακό σύστημα.
Τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι απαραίτητα για την μεταφορά του οξυγόνου στους ιστούς, μέσω του αίματος. Έτσι στην περίπτωση της αναιμίας λόγω της πτώσης της αιμοσφαιρίνης διαταράσσεται η επαρκής εφεδρεία οξυγόνου. Το ανθρώπινο σώμα έχει ισχυρούς προστατευτικούς μηχανισμούς έναντι των δυσμενών αποτελεσμάτων της αναιμίας και εξαιτίας του φαινομένου αυτού η αναιμία, ενώ ανευρίσκεται στο check up, δεν προκαλεί, συχνά, συμπτώματα.
Συγκεκριμένα η διαταραγμένη προσφορά οξυγόνου στα κύτταρα αντιρροπείται κύρια μέσω μεταβολών στην καμπύλη διάστασης οξυγόνου αιμοσφαιρίνης με την μεσολάβηση του μειωμένου PH ή του αυξημένου διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται κατά τον διαταραγμένο μεταβολισμό(φαινόμενο ΒOHR). Περαιτέρω προστασία της απόδοσης αίματος επιτυγχάνεται μέσω της διαφυγής αίματος από επιφανειακά όργανα όπως το δέρμα σε ζωτικά σπλάγχνα όπως η καρδιά και ο εγκέφαλος. Σε περίπτωση απώλειας ερυθρών λόγω αιμορραγίας κινητοποιούνται συμπληρωματικοί μηχανισμοί, όπως κατακράτηση ούρων και αγγειοσύσπαση.
Η βαθμιαία εγκατάσταση αναιμίας δίνει συχνά στον οργανισμό τον απαιτούμενο χρόνο για να κινητοποιήσει τους εγγενείς αντιρροπιστικούς του μηχανισμούς με αποτέλεσμα τα συμπτώματα να εμφανίζονται μόνο όταν η αναιμία γίνει βαριά, ιδίως μάλιστα εάν πρόκειται για μη ηλικιωμένο άτομο. Σε περίπτωση που υπάρχουν συμπτώματα εμφανίζεται ζάλη, εύκολη κόπωση, δύσπνοια, αίσθημα ταχυκαρδίας, απώλεια αντοχής, λιποθυμική τάση η οποία μπορεί να φτάσει και έως την λιποθυμία.
Κάθε νόσημα ή παθολογικός παράγοντας που προκαλεί ελάττωση του ρυθμού παραγωγής των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή ελάττωση του μέσου όρου ζωής των ερυθρών αιμοσφαιρίων έχει ως αποτέλεσμα αναιμία. Μία συνήθης λανθασμένη δοξασία που επικρατεί στο κοινό αλλά και σε ορισμένους επαγγελματίες της υγείας είναι ότι αναιμία σημαίνει αυτόματα έλλειψη σιδήρου. Παρά το γεγονός ότι η έλλειψη σιδήρου αποτελεί το πιο συχνό αίτιο αναιμίας – ιδιαίτερα μάλιστα στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που χάνουν αίμα κατά την περίοδο οπότε ο μυελός των οστών δεν έχει αρκετό σίδηρο για να «φτιάξει» ερυθρά αιμοσφαίρια – η αναιμία μπορεί να προκληθεί από βλάβη σε οποιοδήποτε σημείο του κύκλου της ερυθροποίησης.
Έτσι για παράδειγμα η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια προκαλεί μείωση της παραγωγής της ερυθροποιητίνης και αναιμία. Χρόνια νοσήματα που προκαλούν βλάβη στο μυελό των οστών, όπως καρκινώματα, χρόνιες φλεγμονές, λευχαιμίες έχουν ως αποτέλεσμα αναιμία. Νοσήματα που εφοδιάζουν τον μυελό των οστών με άλλες ανεπαρκείς ωφέλιμες ουσίες εκτός του σιδήρου, όπως η έλλειψη Β12, φυλλικού οξέως έχουν ως αποτέλεσμα εμφάνιση αναιμίας. Νοσήματα που προκαλούν αιμόλυση και αυξημένη καταστροφή ερυθρών όπως κληρονομικές θαλασσαιμίες και δρεπανοκυτταρικά σύνδρομα οδηγούν σε αναιμία. Νοσήματα που προκαλούν απώλεια ερυθρών λόγω αιμορραγίας όπως είναι η γαστρορραγία έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση αναιμίας. Αυτός είναι ο λόγος που η ασφαλής διερεύνηση ορισμένων περιπτώσεων αναιμίας μπορεί να απαιτεί πολύπλοκο εργαστηριακό έλεγχο ή και εισαγωγή στο νοσοκομείο.
Στοιχεία από το ιστορικό που αφορούν την ηλικία, την διατροφή, την χρήση φαρμάκων, το οικογενειακό ιστορικό, την έκθεση σε τοξικές ουσίες, το κάπνισμα, τις συνήθειες του εντέρου είναι πολύ σημαντικά. Το κάπνισμα αυξάνει την συνολική μάζα των ερυθρών αιμοσφαιρίων, ενώ νεαρές γυναίκες μπορεί να έχουν φυσιολογικά ελαφρώς χαμηλό αιματοκρίτη. Ορισμένα φάρμακα όπως το αντιεπιληπτικό φάρμακο καρβαμαζεπίνη, ορισμένες τοξικές ουσίες κατά την εργασία όπως το βενζόλιο προκαλούν απλασία του μυελού των οστών, ενώ άλλες όπως η κοινή ασπιρίνη προκαλεί απώλεια αίματος και σιδήρου από το γαστρεντερικό σύστημα.
Οι αυστηρώς χορτοφάγοι παρουσιάζουν αρκετές φορές έλλειψη σιδήρου και βιταμίνης Β12. Τα άτομα που τρέφονται αποκλειστικά με τυποποιημένα προϊόντα παρουσιάζουν πολλές φορές ελλείψεις σε πολλά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την αιμοποίηση όπως πυριδοξίνη, φυλλικό οξύ, σίδηρος κλπ. Η εμφάνιση αλλαγών στο χρώμα των κοπράνων είναι στοιχείο που πρέπει πάντα να αναφέρεται από τον ασθενή κατά την ιατρική συνέντευξη, διότι τα μαύρα κόπρανα συνδέονται με την ύπαρξη οξείας αιμορραγίας από τον πεπτικό σωλήνα και είναι κατάσταση που συχνά επιβάλλει επείγουσα νοσηλεία.
Κατά την σωστή ιατρική εξέταση αξιολογούνται τα στοιχεία από το ιστορικό σε συνδυασμό με τα ευρήματα της ιατρικής φυσικής εξέτασης και των εργαστηριακών ελέγχων. Η ακριβής εντόπιση του αιτίου της αναιμίας είναι σημαντική για την χορήγηση της ενδεικνυόμενης αγωγής.