Σύμφωνα με ιατρικές στατιστικές μελέτες, πάνω από το 70% των πρόωρων θανάτων και αναπηριών θα είχαν αποφευχθεί, εάν οι άνθρωποι δεν κάπνιζαν, έκαναν σωστή διατροφή, δεν αμελούσαν την σωστή συστηματική ετήσια προληπτική ιατρική παρακολούθηση και εξέταση και συμμορφώνονταν με τις αντίστοιχες ιατρικές οδηγίες. Η ιατρική Επιστήμη έχει αποδείξει σήμερα τον σπουδαίο ρόλο, που έχουν η περιοδική λεπτομερής ιατρική μελέτη του οργανισμού και η συγκριτική αξιολόγηση του επιπέδου της υγείας του, από έτος σε έτος.
Ο μάχιμος κλινικός ιατρός κατά την ετήσια προληπτική εξέταση εξάγει σημαντικά συμπεράσματα για τον οργανισμό, από την κλινική εξέταση που πραγματοποιεί, το κληρονομικό ιστορικό του ατόμου, την επαγγελματική του έκθεση σε ουσίες, τον τρόπο διαβίωσής του, τα νοσήματα από τα οποία έχει ήδη νοσήσει, την συγκριτική αξιολόγηση του ρυθμού της βιολογικής γήρανσης του οργανισμού από έτος σε έτος και συγκροτεί το εξατομικευμένο πακέτο προληπτικών εξετάσεων, μοναδικό για κάθε άνθρωπο, ούτως ώστε να εκτιμηθεί και να ανασταλεί η ταχύτητα της γήρανσης, να προληφθεί η νόσος αναλόγως συνηθειών ή νοσηρών προδιαθέσεων και να σχεδιαστούν σωτήριες πρώιμες θεραπευτικές παρεμβάσεις, σε θανατηφόρα νοσήματα.
Οι εργαστηριακοί έλεγχοι δεν είναι ενιαίοι για όλους.
Για παράδειγμα, άλλο προληπτικό check up πρέπει να κάνει μια γυναίκα, η οποία κατά την κλινική εξέταση παρουσιάζει χαμηλή πίεση, άλλο η γυναίκα με κληρονομικό ιστορικό καρκίνου μαστού χωρίς παθολογικά ευρήματα κατά την κλινική εξέταση κ.α.
Περισσότερες από 1000 ξεχωριστές δοκιμασίες είναι διαθέσιμες στους ιατρούς προς πραγματοποίηση και έχει υπολογιστεί ότι λόγω της αλματώδους ανάπτυξης της τεχνολογίας, τουλάχιστον μία νέα δοκιμασία προστίθεται ανά εβδομάδα. Η εκτέλεση εργαστηριακών ελέγχων μετά από παράκαμψη της κλινικής εξέτασης είναι κακή πρακτική, μπορεί να αποβεί μοιραία σε πολλούς ασθενείς, ενώ άλλες φορές οδηγεί σε πραγματοποίηση άχρηστων και ακριβών εξετάσεων .
Τι πρέπει να γνωρίζετε αναφορικά με την αξιοπιστία των μετρήσεων, στους εργαστηριακούς ελέγχους που γίνονται και τις φυσιολογικές διακυμάνσεις που δίνουν τα εργαστήρια:
• Ένα παθολογικό εύρημα πολλές φορές χρειάζεται επιβεβαίωση σε δεύτερη μέτρηση.
• Αρκετές μετρήσεις που γίνονται κατά την διάρκεια οξέων νοσημάτων, είναι φυσιολογικά διαταραγμένες, διότι λόγω της αντίδρασης του οργανισμού, το αμυντικό σύστημα, ευρίσκεται σε ιδιαίτερη δραστηριοποίηση. Για τον λόγο αυτό, δεν πρέπει να πραγματοποιούνται μετρήσεις προσυμπτωματικών ελέγχων, κατά την διάρκεια οξέων νοσημάτων, παρά μόνον σε ειδικές περιπτώσεις, που καθορίζονται από τον θεράποντα ιατρό.
• Μην τροποποιείτε παράγοντες και συνήθειες που αφορούν την καθημερινότητά σας, κατά την διάρκεια των ημερών που προηγούνται της αιμοληψίας, καθώς και την ημέρα της αιμοληψίας ρουτίνας, εκτός εάν σας έχει δοθεί αντίθετη οδηγία λόγω ειδικής αιτίας, από τον θεράποντα ιατρό. Η τροποποίηση των συνηθειών διαβίωσης, επιδρά στα αποτελέσματα των εξετάσεων και παρεμβαίνει στην αξιοπιστία τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η πραγματοποίηση εντατικοποιημένης σωματικής άσκησης από απροπόνητο άτομο την παραμονή της εξέτασης, που μπορεί να αυξήσει την κρεατινοκινάση και η νηστεία την παραμονή της εξέτασης, που μπορεί να αλλοιώσει ψευδώς τις τιμές του σακχάρου και της χοληστερόλης .
• Τα δείγματα προς εξέταση πρέπει να συλλέγονται όσο γίνεται πιο άμεσα από το εργαστήριο και να δαπανάται, εάν είναι δυνατόν, μηδενικός χρόνος για την μεταφορά του δείγματος.
• Η καλύτερη ώρα συλλογής των δειγμάτων για πολλές μετρήσεις, είναι το πρωί πριν τις 9.00 π.μ. ενώ είστε εντελώς νηστικοί επί δώδεκα ώρες, εκτός εάν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, που πρέπει πάντα να συζητάτε με τον θεράποντα ιατρό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σάκχαρο, το οποίο εάν μετρηθεί σε άτομο νηστικό, κλινικά υγιές και χωρίς συμπτώματα κατά τις 11.00 π.μ. μπορεί να είναι ψευδώς φυσιολογικό, λόγω πολλαπλών αλληλεπιδράσεων του σακχάρου με ορμόνες που συντελούν στον μεταβολισμό του και εκκρίνονται κατά την διάρκεια του πρωινού.
• Οι φυσιολογικές και οι παθολογικές τιμές που δίδουν τα εργαστήρια, προέρχονται από μια στατιστική πραγματικότητα στον πληθυσμό των υγιών ατόμων και των αρρώστων. Αυτό σημαίνει ότι ένα άτομο μπορεί να είναι υγιές και να παρουσιάζει μία παθολογική εργαστηριακή τιμή, καθώς και το αντίστροφο, ένα άτομο να είναι άρρωστο και η αντίστοιχη εργαστηριακή τιμή να είναι φυσιολογική. Επιπρόσθετα, στις φυσιολογικές διακυμάνσεις, που τα εργαστήρια συνήθως εμφανίζουν κατά φύλο, συνήθως δεν περιλαμβάνουν τις φυσιολογικές διακυμάνσεις, που εμφανίζονται κατά ηλικία, ούτε τις φυσιολογικές μεταβολές που προκαλεί σε ορισμένες εργαστηριακές τιμές τυχόν συμπαρομαρτούν γνωστό νόσημα ή νοσηρή προδιάθεση. Αυτό λοιπόν που θα καθορίσει εάν μία συγκεκριμένη τιμή είναι φυσιολογική ή παθολογική για ένα συγκεκριμένο άνθρωπο, είναι και πάλι η κλινική κρίση, η οποία κινητοποιείται μετά από την ολοκληρωμένη ιατρική εξέταση, από τον μαχόμενο κλινικό ιατρό.