Η οστεοπόρωση είναι μια ασθένεια που χαρακτηρίζεται από αλλοιώσεις της μικρο-αρχιτεκτονικής δομής των οστών και μείωση της συγκέντρωσης των ουσιών που αποτελούν τα κύρια δομικά συστατικά τους.
Συνέπεια των παραπάνω είναι ο σχηματισμός εύθραυστων οστών με αυξημένο κίνδυνο για κατάγματα, κυρίως στην σπονδυλική στήλη και το ισχίο. Η οστεοπόρωση διακρίνεται στους τύπους Ι και ΙΙ. Η τύπου Ι οστεοπόρωση προσβάλλει κατά κύριο λόγο τις γυναίκες και οφείλεται κυρίως στις ορμονικές αλλαγές που παρατηρούνται κατά την εμμηνόπαυση ενώ η οστεοπόρωση τύπου ΙΙ παρατηρείται σε άντρες και γυναίκες 70-75 ετών και οφείλεται στην μειωμένη δραστηριότητα των οστικών κυττάρων λόγω ηλικίας.
Οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την εμφάνιση οστεοπόρωσης είναι η μέγιστη οστική πυκνότητα που ολοκληρώνεται στο 25ο με 30ο ηλικιακό έτος και ο ρυθμός αποδόμησης του οστού που φυσιολογικά συμβαίνει με το πέρας του χρόνου.
Όταν η πρόσληψη του ασβεστίου είναι ελλιπής, τα οστά απελευθερώνουν ασβέστιο για να διατηρήσουν τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα. Η παρατεταμένη αυτή διαδικασία αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης οστεοπόρωσης.