Τα τελευταία χρόνια τα ποσοστά υπογονιμότητας παγκοσμίως αυξάνονται. Η αύξηση του ποσοστού των γυναικών που εργάζονται και αναβάλλουν την έναρξη της μητρότητας μετά την ηλικία των 30 και πιθανότατα προς το τέλος αυτής της δεκαετίας -αναλόγως από τους άνδρες-, αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο κοινωνιολογικό παράγοντα για το υψηλό ποσοστό του 12% υπογονιμότητας που παρατηρείται στις μέρες μας.
Αντίστοιχα, το στρες, οι κακές διατροφικές συνήθειες, η αύξηση της παχυσαρκίας και η μειωμένη φυσική δραστηριότητα στοιχειοθετούν το πλαίσιο των αιτίων που ολοένα και περισσότερα ζευγάρια σήμερα καταφεύγουν σε εναλλακτικές μεθόδους σύλληψης.
Σε μια μεγάλη μελέτη που έγινε στο τμήμα επιδημιολογίας και δημόσιας υγείας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου και δημοσιεύτηκε στο American Journal of Clinical Nutrition (Oct 2008) επιβεβαίωσε τη σχέση υπογονιμότητας και παχυσαρκίας. Συγκεκριμένα, στην έρευνα, παρακολούθησαν περίπου 12.000 νέους 17-24 ετών από το 1981 έως το 2004, μελετώντας την πορεία του βάρους τους σε σχέση με τη γονιμότητα τους. Οι ερευνητές βρήκαν ότι οι παχύσαρκοι, τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, είχαν χαμηλότερα ποσοστά τεκνοποίησης από τα άτομα με φυσιολογικό βάρος (ΔΜΣ 20-25). Επίσης βρέθηκε ότι τα παχύσαρκα άτομα που έκαναν παιδιά έμεναν στο ένα και σπάνια συνέχιζαν, σε αντίθεση με τα άτομα με φυσιολογικό βάρος που εμφάνισαν υψηλότερα ποσοστά πολυτεκνίας.
Στους παχύσαρκους άνδρες τα υψηλά ποσοστά λίπους στο σώμα σχετίζονται με αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων και μειωμένα ανδρογόνων, αλλάζοντας κυρίως την ποιότητα του σπέρματος. Επίσης η υπερθέρμανση των όρχεων λόγω τους αυξημένου λίπους σε εκείνη την περιοχή σχετίζεται με ελαττωματική σπερματογένεση. Παράλληλα, οι άνδρες με υπερβάλλον βάρος έχουν μειωμένο όγκο σπερματικού υγρού και αυξημένο ποσοστό αλλοιωμένων μορφολογικά σπερματοζωαρίων, ενώ δεν παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές διαφορές στην κινητικότητα.
Στο αντίθετο φύλο, η παχυσαρκία διαταράσσει τον ορμονικό κύκλο μειώνοντας τις πιθανότητες γονιμότητας. Τα παραπάνω κιλά της γυναίκας επηρεάζουν σημαντικά και τον μεταβολισμό του εμβρύου, το οποίο έχει μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη και καρδιαγγειακών παθήσεων. Και φυσικά, τα παιδιά των παχύσαρκων γυναικών είναι περισσότερο επιρρεπή να γίνουν κι αυτά παχύσαρκα. Επίσης, εξαιτίας του υπερβολικού βάρους μπορεί να έχουμε επιπλοκές και για το έμβρυο και για τη γυναίκα: ο σακχαρώδης διαβήτης της εγκυμοσύνης και η προεκλαμψία είναι οι κυριότερες από αυτές. Τέλος οι παχύσαρκες γυναίκες παρουσιάζουν τέσσερις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο αποβολής από τις γυναίκες με φυσιολογικό βάρος, ειδικά στο 1ο τρίμηνο.
Η απόκτηση και διατήρηση φυσιολογικού βάρους ξεφεύγει από τα πλαίσια ενός στόχου ομορφιάς και απόκτησης καλλίγραμμης σιλουέτας. Αντίθετα αγγίζει κι άλλες πτυχές της ζωής μας και γίνεται το μέσο και η κινητήριος δύναμη για τα μελλοντικά σχέδιά μας.
Πηγή : http://www.nutrimed.gr