Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί μερικοί άνθρωποι «παίρνουν φωτιά», δακρύζουν και κλαίνε όταν τρώνε μια καυτερή πιπεριά και άλλοι μπορούν να φάνε μεγάλες ποσότητες δίχως να αισθανθούν το παραμικρό;
Αν και πολλοί εικάζουν πως αυτό οφείλεται στην… αναισθησία των δεύτερων, η αλήθεια είναι πως όλα είναι θέμα απευαισθητοποίησης.
«Το δραστικό συστατικό των καυτερών πιπεριών είναι η καψαικίνη, η οποία όχι μόνο δεν είναι βλαβερή, αλλά αποτελεί ένα είδος αβλαβούς φαρμάκου», εξηγεί στην εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» ο δρ Χάρι Τ. Λόουλες, καθηγητής Επιστήμης της Διατροφής στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, στη Νέα Υόρκη, και ειδικός σε θέματα γεύσης, μυρωδιάς και αισθητήριας αξιολόγησης των τροφίμων.
«Όσοι τρώνε συχνά καυτερά φαγητά, αναπτύσσουν σταδιακά ένα είδος αντοχής σε αυτά, το οποίο αποκαλείται απευαισθητοποίηση».
Πώς γίνεται αυτό; Υπάρχουν αρκετές θεωρίες, αλλά η επικρατέστερη είναι πως με τη συχνή κατανάλωση εξαντλούνται τα αποθέματα ενός νευροδιαβιβαστή στον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα να μην ενεργοποιείται το αίσθημα του καύσου όταν τα μόρια της καψαικίνης δεσμεύσουν τους γευστικούς κάλυκες της γλώσσας, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την αντίληψη των διαφόρων γεύσεων.
Με άλλα λόγια, παρ΄ ότι οι καυτερές πιπεριές είναι καυτερές όπως πάντα, κάποιοι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται το πόσο πολύ καίνε.
«Το μόριο της καψαικίνης έχει διεγερτικές αλλά και αναισθητικές ιδιότητες», προσθέτει ο δρ Λόουλες. «Πριν από από πέντε δεκαετίες, το 1952, είχε προταθεί από Ιρλανδούς ερευνητές ως προσωρινή θεραπεία για τον πονόδοντο, ενώ φαρμακολόγοι, ιδίως στην Ουγγαρία, την έχουν μελετήσει επισταμένα για τις αναισθητικές ιδιότητές της».
Ποια είναι η λύση για όσους καίγονται κάθε φορά που τρώνε τσίλι, ταμπάσκο ή καυτέρες πιπεριές; «Το αντίδοτο τόσο για το αίσθημα καύσου στο στόμα όσο και για το δάκρυσμα, είναι να φάνε περισσότερο», απαντά ο δρ Λόουλες, «είτε αμέσως είτε αργότερα. Με τον τρόπο αυτό θα πετύχουν προσωρινή έστω απευαισθητοποίηση».
Για να γίνει πάντως χρόνια η απευαισθητοποίηση, «απαιτείται μακροχρόνια αλλαγή των διατροφικών συνηθειών», προσθέτει.
Πηγή : http://www.nutrimed.gr