Η συχνότητα των καρδιαγγειακών νοσημάτων στον πληθυσμό όλο και αυξάνεται, με αποτέλεσμα η πρόληψη, η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή αντιμετώπισή τους να αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για την μακροβιότητα αλλά και την καλή ποιότητα ζωής μας!
– Μπορούμε να μειώσουμε σημαντικά τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα (όπως η στεφανιαία νόσος και τα εγκεφαλικά επεισόδια) εάν τροποποιήσουμε καθημερινές συνήθειες όπως είναι η διατροφή, η άσκηση, η κατανάλωση αλκοόλ, το κάπνισμα και η διατήρηση ενός υγιούς βάρους. Έχει αποδειχθεί ότι οι παράγοντες αυτοί ευθύνονται για το 61% της νοσηρότητας απο καρδιαγγειακά νοσήματα.
– Η Μεσογειακή Διατροφή έχει αναγνωριστεί διεθνώς ότι προστατεύει την υγεία της καρδιάς και των αγγείων, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της αντιφλεγμονώδης, αντιοξειδωτικής και αντιθρομβωτικής δράσης των συστατικών που περιέχονται σε φρούτα, λαχανικά, όσπρια, ψάρια, ελαιόλαδο και ξηρούς καρπούς και τα οποία αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό της.
– Παρόλα αυτά, έρευνες στην Ελλάδα, όπως η ΑΤΤΙΚΑ, έχουν δείξει ότι λιγοτεροι απο τους μισούς ενήλικες ακολουθούν διατροφή μεσογειακού τύπου και στερούνται της καρδιοπροστατευτικής της δράσης.
– Ενώ ο έλεγχος και η μείωση του βάρους παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της υγείας της καρδιάς, η διατήρηση του απολεσθέντος βάρους και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα φαίνεται, τελικά, να αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση. Έχει φανεί ότι τα άτομα που κατάφεραν να χάσουν βάρος να το διατηρήσουν μακροπρόθεσμα έχουν υιοθετήσει συγκεκριμένες συνήθειες και συμπεριφορές, όπως είναι οι μικρές μεριδες, τα συχνά γευματα, η λήψη πρωινου και η συστηματική άσκηση.
– Νέα δεδομένα σχετικά με τη διατροφή και το σακχαρώδη διαβήτη έχουν ανατρέψει παλαιότερες πεποιθήσεις. Για παράδειγμα, πλέον, δεν συστείνονται δίαιτες χαμηλου γλυκαιμικού δείκτη, τις οποίες δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τα άτομα με διαβήτη συχνά και που ενδεχομένως δεν έχουν το αναμενόμενο όφελος, αλλά δίνεται έμφαση στη συνολική διατροφή (πχ συνολική πρόσληψη και καλύτερη κατανομή των υδατανθράκων της διατροφής) και εξατομίκευση στις ανάγκες κάθε ασθενή.
– Ο μέσος άνθρωπος προσλαμβάνει συνήθως 1,5 φορά μεγαλύτερη ποσότητα νατρίου από τη συνιστώμενη και η οποία αντιστοιχεί στο αλάτι που περιέχεται σε 1 κγλ, αυξάνοντας τον κίνδυνο να εμφανίσει υπέρταση. Η μείωση της πρόσληψης νατρίου σε επίπεδα χαμηλότερα των 2.400 mg/ημέρα θα μπορούσε να μειώσει τις περιπτώσεις υπέρτασης κατά 30% καθώς και τα καρδιαγγειακά νοσήματα που αποδίδονται στην υπέρταση κατά 8,6%.
– Η κατανάλωση φυτικών στερολών, της τάξης των 2 γραμμαρίων ημερησίως, συμβάλλει σε σημαντική μείωση των επιπέδων LDL χοληστερόλης στο αίμα. Από τις καλύτερες πηγές φυτοστερολών είναι τρόφιμα όπως τα όσπρια, οι ξηροί καρποί, προϊόντα ολικής άλεσης, διάφορα φυτικά έλαια αλλά και εμπλουτισμένα προϊόντα.
– Οι ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες (ή ύλες έντονης γλυκύτητας) μπορούν να καταναλώνονται από άτομα με σακχαρώδη διαβήτη ως μια εναλλακτική επιλογή για γλυκιά γεύση που όμως δεν επηρεάζει τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα και δεν αποδίδει θερμίδες. Αν και η ασφάλειά τους κάποιες φορές αμφισβητείται, οι διεθνείς και εθνικές επιστημονικές και ρυθμιστικές αρχές σε περισσότερες από 100 χώρες στο κόσμο έχουν αξιολογήσει εκατοντάδες επιστημονικές μελέτες και έχουν καταλήξει ότι είναι ασφαλή για κατανάλωση όταν καταναλώνονται μέσα στα αποδεκτά όρια, όπως και κάθε άλλο πρόσθετο τροφίμων.
Πηγή : http://www.nutrimed.gr