Η σωστή διατροφή είναι ένα καθοριστικό και αναντικατάστατο κομμάτι στην πρόληψη του σακχαρώδους διαβήτη. Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη είτε δεν παράγουν ινσουλίνη, είτε παράγουν λίγη, ή τέλος δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτήν που παράγουν. Με αυτό τον τρόπο η γλυκόζη παραμένει σε υψηλή συγκέντρωση στο αίμα, αφού δεν μπαίνει στα κύτταρα και ανεβαίνει πλέον σε παθολογικά υψηλά επίπεδα.
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι η μέτρια προς έντονη άσκηση είναι αποτελεσματική τόσο στη μείωση του σπλαχνικού λιπώδους ιστού, όσο και του συνολικού λίπους των παχύσαρκων ατόμων. Με αυτό τον τρόπο βελτιώνεται το λιπιδαιμικό προφίλ και μειώνεται ο κίνδυνος για εμφάνιση διαβήτη τύπου ΙΙ.
Επίσης η επαρκής πρόσληψη χρωμίου μέσω της δίαιτας οδηγεί σε ομαλοποίηση των επιπέδων της ινσουλίνης και κατ’ επέκταση του λιπιδαιμικού προφίλ. Καθώς το χρώμιο υπάρχει σε αρκετά τρόφιμα (μύδια, στρείδια, γαρίδες, μανιτάρια, αχλάδια κλπ.), η υιοθέτηση μιας ποικίλης και ισορροπημένης διατροφής μπορεί να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες ποσότητες.
Αρκετές μελέτες υποστηρίζουν την κατανάλωση προϊόντων ολικής αλέσεως, λαχανικών, φρούτων, τροφίμων χαμηλών σε κορεσμένα λιπαρά και επίσης αμυλούχων τροφών με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη. Οι διαλυτές φυτικές ίνες με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη (ψύλλιο, ινουλίνη) ενδέχεται να έχουν ευεργετικά αποτελέσματα στο μεταβολισμό της γλυκόζης και στην ευαισθησία στην ινσουλίνη. Μπαχαρικά όπως η κανέλα, το κολίανδρο, το σκόρδο, και η κουρκουμίνη μπορεί επίσης να αποτελούν αντί-διαβητικά συστατικά τροφίμων.
Συμπερασματικά οι περισσότερες κλινικές μελέτες δείχνουν ότι οι παρεμβάσεις στον τρόπο διαβίωσης σε άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου ΙΙ μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής.