Πριν τον θάνατό του ο Νίκος Καζαντζάκης είχε ζητήσει να τοποθετηθεί στο μνήμα του η επιγραφή «Δεν ελπίζω τίποτα, Δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
Τι εννοούσε όμως με την φράση αυτή; Είναι κακό να ελπίζουμε;
Η ελπίδα ότι θα βελτιωθούν, ότι θα αλλάξουν «άσχημα» πράγματα στην ζωή μας από μόνα τους, μπορεί να μας «βλάπτει», αναβάλλοντας την αντιμετώπιση του άγχους, της απάθειας, της μελαγχολίας; Μπορεί δηλαδή να μας «εμποδίζει» από το να «βγούμε» από τέτοιες συναισθηματικές καταστάσεις ;
Πως όμως συμβαίνει αυτό;
Όπως αναφερθήκαμε στο άρθρο «το τέλος μιας εθνικής κατάθλιψης», όταν και αν το μυαλό μας «θεωρήσει» ( τονίζουμε το θεωρήσει) ότι γύρω μας υπάρχουν «νοητά τείχη» που μας εμποδίζουν να αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση, το παρατεταμένο άγχος «διαφυγής», δίνει την θέση του στην κατάθλιψη και την απάθεια. Τα «τείχη» που μπορεί να βλέπουμε στην ζωή μας, τα λέμε «νοητά» γιατί λόγω υποκειμενικότητας, μπορεί να τα βλέπει μόνο το δικό μας μυαλό και όχι κάποιου άλλου ανθρώπου.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα είδαμε στην Αίγυπτο, όπου οι άνθρωποι έπρεπε να φτάσουν στο έσχατο σημείο να μην μπορούν να αγοράσουν ψωμί, προκειμένου να ξεπεράσουν τον φόβο («τείχη») για την ζωή τους και να διαμαρτυρηθούν. Όταν συνειδητοποίησαν ότι ουσιαστικά είναι «ζωντανοί-νεκροί», και ότι δεν έμεινε τίποτα άλλο να χάσουν, αντέδρασαν. Το επίπεδο ανέχειας στην εξαθλίωση, στο οποίο μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη ύπαρξη, είναι εντυπωσιακά χαμηλό.
Βεβαίως έπρεπε να «χάσουν» το διαδίκτυο και κυρίως τα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» ή το ηλεκτρικό ρεύμα για να βρεθούν πραγματικά κοντά ο ένας με τον άλλον, καθώς ιδιαίτερα το πρώτο, τους «κρατούσε» απομονωμένους στα σπίτια τους με την ψευδαίσθηση της «επικοινωνίας». Στην ουσία δηλαδή, χωρίς να γίνεται συνειδητά αντιληπτό, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «απέτρεπαν» τους ανθρώπους (και μάλιστα με την θέλησή τους), να βρεθούν σε «ζωντανή» επαφή και να αποτελέσουν μία πραγματική ομάδα, με κοινούς στόχους.
Μία «πραγματική» ομάδα ανθρώπων βελτιώνει και ενδυναμώνει την ψυχική διάθεση του ατόμου στην οποία ανήκει. Μέσα σε αυτήν, το άτομο παύει να νιώθει μόνο του, «συνθλιμμένο» από προβλήματα τα οποία μέχρι τότε θεωρούσε ότι είναι μόνο δικά του. Παρατηρεί και συγκρίνεται με τα άλλα άτομα της ομάδας σχετικά με την «στάση» τους απέναντι στα ίδια προβλήματα. Μία ομάδα είναι ικανή να επηρεάσει την σκέψη του ατόμου, να το κάνει να επανεξετάσει με την λογική τους φόβους του και να τους ξεπεράσει, συνειδητοποιώντας ότι οι φόβοι μεγεθύνονταν από το ίδιο, καθώς απομονωμένο ένιωθε ανήμπορο.
Σε στρεσογόνες συνθήκες, λόγω της μελαγχολίας που προκαλείται από το παρατεταμένο άγχος, οι άνθρωποι μπορούν να «αφήνονται» ως έρμαιο στις εξωτερικές συνθήκες, σαν ένα εγκαταλελειμμένο καράβι το οποίο παρασύρεται ακυβέρνητο από τα κύματα.
Αποσβολωμένοι, «ζαλισμένοι» από την ταχύτητα με την οποία το επίπεδο διαβίωσης τους έπεσε κατακόρυφα και τον φόβο της επιβίωσης, «κοιτούν» τους γύρω τους ανθρώπους για να δουν πως αντιδρούν εκείνοι. Πολλοί δεν έχουν καν την ψυχική δύναμη να επικοινωνήσουν με άλλους ανθρώπους, με το να συμμετάσχουν σε συλλογικά κινήματα, λόγω της μελαγχολίας που τους «αδρανοποιεί». Καρτερικά ελπίζουν….
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν σοφά συνοψίσει τα παραπάνω σε μία φράση, «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». Δηλαδή μία «ποσότητα» ελπίδας είναι καλή, αλλά κυρίως είναι απαραίτητη η ανάληψη δράσης από το άτομο για να επιτύχει αυτό που επιθυμεί.
Θα μπορούσαμε να κάνουμε μία διάκριση των ανθρώπων σε αυτούς που έχουν «μάθει» ως προσωπικότητες να έχουν «εξωτερικό ή εσωτερικό κέντρο ελέγχου του εαυτού τους. Οι άνθρωποι με εξωτερικό κέντρο ελέγχου έχουν μάθει να μην αφήνουν την ζωή τους στην «τύχη». Να μην δέχονται τις αρνητικές καταστάσεις όπως αυτές έρχονται, αλλά να παλεύουν να τις αλλάξουν. Ακόμη και αν οδηγηθούν σε μελαγχολία από αυτές, θα παλέψουν πιο γρήγορα να βγουν από αυτήν, «μετατρέποντας» μέσω του τρόπου σκέψης τους, την θλίψη σε θυμό.
Οι άνθρωποι με εξωτερικό κέντρο ελέγχου, αντιθέτως έχουν μάθει να θεωρούν ότι η ζωή τους «ρυθμίζεται» κυρίως από εξωτερικούς παράγοντες και όχι από τους ίδιους. Ελπίζουν σε μία εξωτερική παρέμβαση η οποία θα αλλάξει τα πράγματα. Είναι πιθανότερο να ελπίζουν σε μία «θεϊκή» παρέμβαση, η οποία βοηθά στο να περιμένουν βοήθεια από κάποιον άλλον. Δεν μπορούμε να πούμε ότι φταίνε γι αυτό, έτσι έχουν μάθει, και νομίζουν ότι οι ίδιοι δεν μπορούν να «αλλάξουν».
Έτσι σήμερα πολλοί γονείς, ανασφάλιστοι, χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, παλεύουν για την επιβίωση των παιδιών τους. Προσπαθούν να μην σκεφτούν ότι αν συμβεί ένα θέμα υγείας στα παιδιά τους ή αυτούς, με κατεστραμμένη την δημόσια υγεία, αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο. Ελπίζουν απλά να μην τους τύχει ένα τέτοιο γεγονός. Η σκέψη αυτή (ως ανησυχία)όμως υπάρχει συνεχώς και ασυνείδητα, προκαλώντας έντονο, συνεχές άγχος και μελαγχολία. Μπορεί να προκαλεί και θυμό, ο οποίος όμως εκτονώνεται στους συνανθρώπους του σε διάφορες αφορμές που δεν έχουν σχέση με την βασική αιτία του άγχους.
Πολλοί άνθρωποι επίσης, σε καλύτερη οικονομική κατάσταση ελπίζουν ότι δεν θα βρεθούν στην θέση των παραπάνω, παρότι η οικονομία είναι ένας κύκλος, και η οικονομική αδυναμία του ενός σημαίνει αδυναμία και του άλλου. Αναφέρουμε την «οικονομική «λογική», καθώς από πλευράς ηθικής, το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο έχει αλλοτριωθεί, κάτι το οποίο οδηγεί σε κοινωνική απομόνωση και διχασμό.
Το αποκορύφωμα της κοινωνικής απομόνωσης είναι η σκέψη «Ας έχουμε κάποιοι δουλειά, δεν πειράζει που δεν έχουν κάποιοι άλλοι». Έτσι, μία κοινωνική ομάδα αγωνίζεται να προστατεύσει τον εαυτό της παρότι δεν θα μπορέσει αν καταστραφούν οι άλλες. Φαντάζει ακόμη πιο αδιανόητο, το να ενδιαφερθεί και για τις άλλες. Πιο εύκολο είναι να καλλιεργηθεί ένα «μίσος», ότι πιθανά η καταστροφή μίας κοινωνικής ομάδας αποτελεί την σωτηρία για τις άλλες. Παρότι καθόλου ηθική, δεν είναι παράξενη πως προέκυψε η άποψη αυτή στην ελληνική κοινωνία. Μία υπερβολική και ατελείωτη επιδίωξη της οικονομικής ευμάρειας, με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να προσφέρει ψυχική ικανοποίηση. Απομόνωση, έλλειψη επικοινωνίας, παρά μόνο ψευδαίσθηση αυτής μέσω των κοινωνικών δικτύων «μέσα από το σπίτι», καθώς έρχεται ως «πιο βολική» μέσα στο καθημερινό τρέξιμο και αγώνα.
Η οικονομική κρίση γίνεται άμεσα και κοινωνική, διαλύοντας την συνοχή της οικογένειας και των ζευγαριών. Οξύμωρο, καθώς η συντροφικότητα είναι ένα σημαντικό «αντίδοτο» ενάντια στο άγχος της επιβίωσης. Η μοναξιά των ανθρώπων αυξάνεται κατακόρυφα κάτι το οποίο αυξάνει την ευαλωτότητά τους στην μελαγχολία και την απάθεια. Η μελαγχολία στην οποία βυθίζονται πολλοί άντρες λόγω της οικονομικής τους δυσπραγίας, αποτελεί κάτι πρωτόγνωρο και όχι παράλογα, ψυχοφθόρο για το γυναικείο φύλο. Η φθορά και το άγχος της επιβίωσης, εκτονώνονται με θυμό μεταξύ του ζευγαριού, για οποιαδήποτε αφορμή (όπως βλέπουμε ότι στους δρόμους οι οδηγοί είναι ικανοί να «σκοτωθούν» μεταξύ τους για ασήμαντες αφορμές, εκτονώνοντας ουσιαστικά το άγχος και το θυμό τους εκεί που δεν φοβούνται τόσο τις συνέπειες). Αυθόρμητα, η αναζήτηση ενός συντρόφου «χωρίς προβλήματα», φαντάζει πιο εύκολη από την προσπάθεια να σωθεί μία σχέση από την φθορά των εξωτερικών πιέσεων, παρότι στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν πια πολλοί «πιθανοί σύντροφοι» χωρίς άγχος.
Καθώς όμως τα ζευγάρια δεν επικοινωνούν, καθώς δεν βρίσκονται μαζί σχεδόν καθόλου, λόγω της ψευδαίσθησης ότι με περισσότερες ώρες εργασίας θα επιβιώσουν, αυξάνει η απομόνωση του καθενός μέσα σε μία σχέση.
Όσο περνάει ο χρόνος, το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να συνηθίσει μία κατάσταση. Έτσι η ελπίδα γίνεται μία φυσιολογική στάση απέναντι στα πράγματα.
Έτσι σήμερα πολλοί άνθρωποι φέρνουν στο μυαλό την εικόνα των ανθρώπων που όδευαν παθητικά σε ουρές στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Είχαν ακούσει ότι υπήρχαν θάλαμοι όπου από τα ντους δεν έβγαινε νερό αλλά θανατηφόρο αέριο.
Το μυαλό αντιδρούσε με τους έμφυτους μηχανισμούς που διαθέτει. Το συναίσθημα του φόβου, μετά από πολλές πορείες προς τους θαλάμους αυτούς είχε πάψει. Είχε «απομονωθεί» ως συνέπεια του καθημερινού άγχους. Πρόκειται για έναν μηχανισμό που χρησιμοποιείται και από έναν χειρούργο ιατρό, ασυνείδητα, καθώς «μονώνεται» ο φόβος στην θέα του αίματος, προκειμένου να λειτουργήσει στην δουλειά του. Σε μία τέτοια περίπτωση, πρόκειται για μία «χρήσιμη» λειτουργία του μηχανισμού αυτού.
Σε μία κοινωνία όμως, «ζαλισμένη» από τις «απειλές» για την επιβίωσή της, βλέπουμε ανθρώπους να εργάζονται, να κυκλοφορούν, σαν άψυχα ρομπότ, και την μοναξιά να αυξάνεται. Σήμερα βλέπουμε ότι οι άνθρωποι δεν κάνουν σχέδια για το απώτερο μέλλον. Απλά επιβιώνουν από την μια μέρα στην άλλη. Μόνο αντίδοτο, η πραγματική ανθρώπινη επαφή, το διώξιμο της ντροπής για τα οικονομικά προβλήματα και η πραγματική, «ζωντανή» ανθρώπινη επαφή με άλλους ανθρώπους. Η επικοινωνία με άλλους ανθρώπους, κάνει το άτομο να νιώθει πραγματικό μέλος μιας ομάδας, με κοινά χαρακτηριστικά και θέματα, με αποτέλεσμα να μειώνεται δραστικά το συναίσθημα του φόβου και το άγχος.
Ψυχολόγος, Πτυχιούχος Α.Π.Θ.