Πρόσληψη Βάρους και Ψυχογενή Αίτια

images_15_4751115_m.jpg

Σχετίζεται η ψυχική μας διάθεση με την πρόσληψη σωματικού βάρους? Η απάντηση είναι βεβαίως ναι, αλλά με ποιον τρόπο συμβαίνει αυτό?
Κατ αρχήν γνωρίζουμε ότι το άγχος, η μελαγχολία επηρεάζουν αρνητικά τον μεταβολισμό μας, μέσα από μια πολύπλοκη διαδικασία.

Επιπλέον, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι μπορούν να θυμηθούν, αν τους ζητηθεί, διότι συνήθως δεν το προσέχουν, κάποια στιγμή που ένιωθαν στενοχώρια ή άγχος, και την στιγμή εκείνη ένιωθαν ότι είχαν ανάγκη από κάποιο φαγητό ή γλυκό. Η στιγμή αυτή σε πολλούς ανθρώπους μπορεί να μην ήταν στιγμή, αλλά ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ακόμα και μήνες ή έτη, που ένιωθαν κατ αυτόν τον τρόπο.
Πως επηρεάζει και τι είδους σχέση μπορεί να έχει η τροφή που τρώμε με την συναισθηματική μας διάθεση, άγχος, λύπη, χαρά?

Παρ ότι ο άνθρωπος και διάφορα ζώα έχουν μια έμφυτη προτίμηση στις γλυκές γεύσεις , η γεύση και οι άλλες σωματικές αισθήσεις δεν επαρκούν από μόνες τους ως μόνη εξήγηση της ποσότητας τροφής που καταναλώνουμε σε διάφορες περιστάσεις.
Υπάρχει η κοινή αντίληψη ότι νιώθουμε το αίσθημα του κορεσμού στην πείνα, όταν «χορτάσει» το στομάχι μας, πιο σωστά όμως θα ήταν το να πούμε, όταν ο εγκέφαλος μας «κρίνει» ότι έχουμε χορτάσει.

Πιο συγκεκριμένα, το στομάχι μεταδίδει πληροφορίες στον εγκέφαλο μέσω
α) του πνευμονογαστρικού νεύρου, σχετικές με την διάταση των στομαχικών τοιχωμάτων. Ζώα με βλάβη στο πνευμονογαστρικό νεύρο, τρώνε έως ότου παραγεμίσει το στομάχι τους
β) μέσω των σπαγχνικών νεύρων σχετικά με την περιεκτικότητα του στομάχου σε θρεπτικές ουσίες. Όταν ο εγκέφαλος κρίνει ότι τα παραπάνω είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο, δημιουργεί αυτό το αίσθημα κορεσμού που νιώθουμε.
Είναι πολύ σημαντικό να σταθούμε σε αυτή την πρόταση, καθώς θα αναφερθούμε στο πως η συναισθηματική μας διάθεση μπορεί να «ξεγελάσει» αυτό το αίσθημα κορεσμού, να φάμε δηλαδή κάτι ενώ «πραγματικά», οργανικά δηλαδή, δεν πεινάμε.

Προχωρώντας όμως λίγο ακόμα στην οργανική εξήγηση του αισθήματος της πείνας και του κορεσμού της, βλέπουμε ότι μετά την πέψη της τροφής, το μεγαλύτερο μέρος της τροφής εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος με την μορφή γλυκόζης. Η γλυκόζη είναι μία σημαντική πηγή ενέργειας για όλο τον οργανισμό και η πιο σημαντική οπωσδήποτε για τον εγκέφαλο, μια «χημική ευχαρίστηση και ανταμοιβή» του, θα μπορούσαμε να πούμε. Το σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί διότι εξηγεί, ανεξαρτήτως του αν πεινάμε, γιατί ικανοποιεί τον εγκέφαλό μας η κατανάλωση πχ ενός γλυκού. Το συναίσθημα ευφορίας το οποίο νιώθει ο εγκέφαλος με την κατανάλωση του γλυκού, «αντισταθμίζει» , σε ένα μέτριο βαθμό όμως, το συναίσθημα λύπης η στενοχώριας που μπορεί να νιώθει το άτομο.
Παράλληλα, οι κινήσεις του στόματος κατά την μάσηση της τροφής, λειτουργούν θα μπορούσαμε να πούμε κατά κάποιο τρόπο αγχολυτικά, «εκτονώνοντας» την συναισθηματική ένταση του ατόμου. Για να γίνει κατανοητό αυτό, αρκεί να φέρουμε στο μυαλό μας την εικόνα ενός αγχώδους ανθρώπου που μασάει με ένταση μια τσίχλα. Η συναισθηματική αντίδρασή μας και η εκδήλωσή της με την μορφή κινήσεων, μας είναι γνωστή από την συνήθη έκφραση-κίνηση «χτύπα ξύλο».
Εκεί βλέπουμε ολοφάνερα, την μάθηση του εγκεφάλου μας, να αντιδρά όταν ακούσουμε κάτι δυσάρεστο και νιώσουμε ένα δυσάρεστο συναίσθημα, με την κίνηση να βρούμε να χτυπήσουμε κάπου ξύλο, «ξορκίζοντας», έστω και αν αυτό στην λογική μας δεν στέκει, το κακό αυτό μακριά από εμάς.

Μπορούμε να βρούμε πολλές ομοιότητες στο πώς λειτουργούν ως «αγχολυτικά» το κάπνισμα και το φαγητό στον καθημερινό άνθρωπο και κατ’αυτόν τον τρόπο την εξήγηση γιατί το άτομο δυσκολεύεται να τα περιορίσει. Το κάπνισμα, παρ’ότι έχει βεβαίως μεγαλύτερη πολυπλοκότητα ως εθισμός, προσφέρει καταρχήν και αυτό μία «χημική ανταμοιβή» στον εγκέφαλό μας. Πολλές φορές όμως έχουμε προσέξει καπνιστές, οι οποίοι καπνίζουν συνεχόμενα πολλά τσιγάρα, το ένα μετά το άλλο, χωρίς να «χρειάζονται» περισσότερη νικοτίνη.
Εκεί παρατηρούμε πόσο αγχολυτική νιώθουν οι καπνιστές την κινησιολογία του καπνίσματος. Συχνά μάλιστα, αν προσπαθήσουν να διακόψουν το κάπνισμα, νιώθουν μια αμηχανία και χρειάζονται κάποιο αντικείμενο για να απασχολούν τα χέρια τους, μια τσίχλα ή καραμέλα για να απασχολούν το στόμα τους.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι τα παραπάνω υποκατάστατα, σπάνια αρκούν από μόνα τους και πετυχαίνουν τον στόχο τους. Ο λόγος είναι ο εξής, οι άνθρωποι αυτοί ασχολούνται μόνο με το μέσον που χρησιμοποιούν για να εκφράσουν την συναισθηματική τους διάθεση (κάπνισμα, φαγητό) και όχι με την ίδια αυτή την διάθεση.

Αρκεί να φανταστούμε μία γυναίκα η οποία χωρίζει από μία μακροχρόνια σχέση και φυσικά νιώθει θλίψη. Στο συναίσθημα της θλίψης, ο εγκέφαλος μας αντιδρά με δύο τρόπους, όσον αφορά την τροφή, ή το λεγόμενο «κλείσιμο» του στομάχου ή την ανταμοιβή του εαυτού μας με τροφές με ευχάριστη γεύση. Δεν είναι σπάνιο μάλιστα αυτόν τον τρόπο αντίδρασης σε αυτά τα συναισθήματα, να τον έχει «μάθει», συνηθίσει δηλαδή, το μυαλό μας, από πολύ μικρή ηλικία.
Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που θυμούνται τους γονείς τους να τους κατηγορούν από όταν ήταν παιδιά, όταν έτρωγαν κάποιο γλυκό, και η στενοχώρια τους που «απογοητεύουν» τους γονείς τους να τους οδηγεί σε μεγαλύτερη κατανάλωση τροφής ως «παρηγοριά» , με συνέπεια την εδραίωση αυτής της συνήθειας.
Επιπρόσθετα, η παραμέληση αυτή του εαυτού μας, εκτός από συνήθεια, συμβολίζει ασυνείδητα και μια «αυτοτιμωρία» για το άτομο.
Όπως και στο παράδειγμα της γυναίκας που χωρίζει από την σχέση της, η κατανάλωση τροφής και η παραμέληση του εαυτού είναι μια συμβολική αντίδραση του ατόμου προς τον ίδιο του τον εαυτό, «αφού οι άλλοι δεν με νοιάζονται ή δεν με θέλουν, δεν νοιάζομαι κι εγώ για τον εαυτό μου». Βεβαίως οι περισσότεροι άνθρωποι που θα χώριζαν από μία σχέση, θα αντιδρούσαν με αυτόν τον τρόπο.
Πρόβλημα γίνεται όταν η αντιμετώπιση αυτή ξεπεράσει κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα.
Συχνά έτσι πολλοί άνθρωποι ταλαιπωρούνται και απογοητεύονται προσπαθώντας να ακολουθήσουν δίαιτες από ειδικούς της διατροφής, τις οποίες όμως για λόγους καθαρά της κακής τους ψυχικής διάθεσης, δεν έχουν το σθένος να τις ακολουθήσουν. Αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων διακοπών και νέων προσπαθειών για δίαιτα, είναι η λανθασμένη εντύπωση που σχηματίζει το άτομο για τον εαυτό του ότι δεν είναι
α) «ψυχικά» δυνατό ή
β) φταίει ο κακός μεταβολισμός του ( μία «οργανική» εξήγηση την οποία πολλοί άνθρωποι με αυξημένο σωματικό βάρος δίνουν στον εαυτό τους, εκφράζοντας ουσιαστικά έτσι μια παραίτηση του εαυτού τους, “αφού είναι οργανικό, δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω και δέχομαι την υπάρχουσα κατάσταση“).
Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια πολύ πιο συχνά, θα σκεφτεί τον ρόλο του ψυχολόγου, κάτι όχι παράξενο μια και ο ειδικός της διατροφής, δυσκολεύεται ή αγνοεί το να προτείνει μια τέτοια παράλληλη συνεργασία, ίσως κυρίως λόγω των ταμπού της ελληνικής κοινωνίας και την πλαστή σύνδεση στο μυαλό μας του ειδικού ψυχικής υγείας με αποκλειστικά βαριά ψυχικά νοσήματα. Αξίζει να αναφέρουμε επίσης ότι και η μεθοδολογία των ειδικών της διατροφής να υπάρχουν πολλά μικρά γεύματα στην διάρκεια της ημέρας, ούτως ώστε να «εκπαιδεύεται» και να συνηθίζει ο μεταβολικός ρυθμός να κάνει πολλές καύσεις, βασίζεται σε μια εφαρμογή της Γνωστικο-συμπεριφορικής προσέγγισης της ψυχολογίας, η οποία έχει αποδείξει εργαστηριακά ότι ο εγκέφαλος μας μπορεί να μάθει και να συνηθίσει το πώς ρυθμίζει και συντονίζει διάφορες λειτουργίες του οργανισμού. Κατά παρόμοιο τρόπο με τον οποίο μπορεί ο οργανισμός μας να συνηθίσει το υπερβολικό κρύο του χειμώνα, αφήνοντας τα παράθυρα ανοιχτά στο σπίτι , από το φθινόπωρο, συνηθίζοντας στην σταδιακή πτώση της θερμοκρασίας.

Η συναισθηματική μας διάθεση δεν είναι κάτι άυλο, αλλά η λειτουργία της είναι κάτι το μοναδικό!

Γνωρίζουμε ότι χημικές ουσίες που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος μας στην επικοινωνία μεταξύ των κυττάρων του, οι λεγόμενοι νευροδιαβιβαστές παίζουν ένα τεράστιο ρόλο στην καθημερινή μας διάθεση, ειδικά ο νευροδιαβιβαστής με το όνομα Σεροτονίνη.
Γνωρίζουμε επίσης ότι στους περισσότερους ανθρώπους αρέσει η σοκολάτα γιατί κατανάλωση της προκαλεί στον εγκέφαλό μας την αντίδραση να παράγει περισσότερη σεροτονίνη, κάτι που μας κάνει να νιώθουμε ένα συναίσθημα ευφορίας.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που σε διάφορες στιγμές, ιδιαίτερα όταν νιώθουμε στενοχώρια, θα αναζητήσουμε αυθόρμητα σοκολάτα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να την στερηθούν, ή το σημαντικότερο δεν βρίσκουν κάποιο λόγο, κάποιο επαρκές νόημα στο γιατί να στερηθούν το φαγητό, και φυσικά είναι απόλυτα λάθος να τους κατακρίνει το οικογενειακό και φιλικό τους περιβάλλον, κάτι το οποίο συχνά συμβαίνει.

Το φαγητό είναι ένα μία από τις καθημερινές μας απολαύσεις και ένα από τα καθημερινά μας «αγχολυτικά» και «φυσικά αντικαταθλιπτικά» τα οποία όλοι οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε και κάνουμε καλύτερη την ψυχική μας διάθεση. Όταν όμως γίνεται υπερβολική η χρήση του είναι καλό να αναζητήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό, αφού καταλαβαίνουμε ότι ταυτόχρονα η συγκεκριμένη απόλαυση, μας κάνει να νιώθουμε άσχημα που κάνουμε κακό όχι μόνο στην εξωτερική μας εικόνα αλλά και στην αυτοεικόνα μας, την εικόνα δηλαδή που έχουμε για τον εαυτό μας όσον αφορά τις ικανότητές του και την αυτοεκτίμησή του.

Βακόνδιος Γ. Νικόλαος

Ψυχολόγος, Πτυχιούχος Α.Π.Θ.