Ποιες ορμόνες εμπλέκονται στην αύξηση του βάρους και πως λειτουργούν;
Η κορτιζόλη
Η κορτιζόλη προκαλεί την αποδέσμευση γλυκόζης από το συκώτι για να δώσει ενέργεια στο άτομο ούτως ώστε να αντιμετωπίσει τις αγχώδεις καταστάσεις που μπορεί να αντιμετωπίζει ενώ παράλληλα προκαλεί την αύξηση της όρεξης και την επιθυμία για τρόφιμα με ζάχαρη. Τα άτομα με αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης έχουν συνήθως αυξημένο κοιλιακό λίπος. Μια έρευνα που έγινε το 2004 στο Κέντρο Έρευνας για την Παχυσαρκία στη Νέα Υόρκη βρήκε ότι τα άτομα που αντιμετωπίζουν βουλιμικά επεισόδια παρουσίαζαν και αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης.
Η ινσουλίνη
Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα από το European Depression in Diabetes, η κατάθλιψη, το γενικό συναισθηματικό στρες και το άγχος, τα προβλήματα ύπνου, ο θυμός και η εχθρικότητα συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο για την ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2. Η παραπάνω έρευνα στηρίχτηκε σε πλήθος ερευνών που έχουν ασχοληθεί με την σύνδεση μεταξύ του άγχους και της διαχείρισης του σακχάρου από το σώμα μας.
Ο μηχανισμός με τον οποίο ο οργανισμός μας χρησιμοποιεί τους υδατάνθρακες είναι σε απόλυτη εξάρτηση με τη δράση μιας ορμόνης, της ινσουλίνης. Η ινσουλίνη παράγεται από το πάγκρεας και δίνει σήμα στα διάφορα κύτταρα του οργανισμού μας να παραλάβουν τη γλυκόζη από την κυκλοφορία του αίματος και να την αποθηκεύσουν με τη μορφή του γλυκογόνου. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, η ινσουλίνη δε χρησιμοποιείται σωστά από το σώμα με αποτέλεσμα να μην εκτελεί αποδοτικά τη δράση της. Ως αποτέλεσμα αυτού, το πάγκρεας νιώθει την ανάγκη να απελευθερώσει επιπλέον ινσουλίνη. Η συνεχής αυτή παραγωγή ινσουλίνης οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα, τα οποία όμως αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν σωστά. Τότε λέμε ότι έχει επέλθει αντίσταση στην ινσουλίνη. Το αυξημένο στρες είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες επιδείνωσης της αντίστασης στην ινσουλίνη. Το στρες είναι μια αρχέγονη κατάσταση στην οποία ο οργανισμός ετοιμάζεται για κάθε ενδεχόμενο και ως αποτέλεσμα, απελευθερώνει στο αίμα γλυκόζη, λιπαρά και ινσουλίνη για να μπορεί άμεσα να παράξει ενέργεια. Αυτό γίνεται μέσω της δράσης της κορτιζόλης που αναφέρθηκε παραπάνω.
Η λεπτίνη
Η λεπτίνη είναι μια ορμόνη στο σώμα που έχει την ικανότητα να διατηρεί το βάρος σε φυσιολογικά. Παράγεται στα λιποκύτταρα, εισέρχεται στο αίμα και μεταφέρεται στον εγκέφαλο και ρυθμίζει την όρεξη. Όταν η συγκέντρωση λίπους στο σώμα είναι μεγαλύτερη, η παραγωγή της λεπτίνης αυξάνεται, και δίνει σήμα στον εγκέφαλο ότι ο οργανισμός είναι πλήρης μειώνοντας έτσι το αίσθημα της όρεξης. Αντίθετα, όταν η συγκέντρωση λίπους πέσει κάτω από το κανονικό, η παραγωγή της λεπτίνης μειώνεται, προκαλώντας αύξηση της όρεξης. Σύμφωνα με την παραπάνω δράση της λεπτίνης τα παχύσαρκα άτομα που έχουν αυξημένη ποσότητα λίπους στο σώμα τους θα έπρεπε να έχουν διαρκώς το αίσθημα του κορεσμού. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές, ο οργανισμός των παχύσαρκων ατόμων εμφανίζει αντίσταση στην λεπτίνη με αποτέλεσμα να «μπλοκάρει» τους υποδοχείς λεπτίνης στον εγκέφαλο, «ακυρώνοντας» την ανορεξιογόνο δράση της. Έτσι, συμβαίνει ακριβώς η αντίθετη διαδικασία με αποτέλεσμα μα μην υπάρχει έλεγχος μεταξύ της όρεξης και του κορεσμού.
H γκρελίνη
Η γκρελίνη εκκρίνεται από το στομάχι και δρα στον υποθάλαμο του εγκεφάλου. Η γκρελίνη κάνει την «αντίθετη δουλειά» από την λεπτίνη, δηλαδή είναι ορμόνη που «ενεργοποιεί» το αίσθημα της πείνας. Σε καταστάσεις στρες το σώμα ρίχνει τα επίπεδα της λεπτίνης και αυξάνει τα επίπεδα της γκρελίνης με αποτέλεσμα να νιώθουμε συνέχεια πεινασμένοι.