Αναρωτιόμαστε συχνά γιατί τα σημερινά παιδιά πριν από τα τριάντα δεν έχουν φύγει ακόμα από το σπίτι τους. Ακούμε στις ειδήσεις για το οικονομικό αδιέξοδο που βρίσκονται, για τη γενιά των 500 ευρώ, για το βόλεμα που έχουν με το έτοιμο φαγητό της μητέρας τους, με τα πλυμένα ρούχα, με την ασφάλεια της πατρικής εστίας. Τα κατηγορούμε κιόλας, ότι είναι ανίκανα να πάρουν ευθύνες… Δεν έχουμε όμως ποτέ αναλογιστεί μήπως είναι ήδη επωμισμένα με ευθύνες. Μήπως ήδη εδώ και χρόνια έχουν αναλάβει την ευθύνη να φροντίζουν τους γονείς τους και να ξεπληρώνουν το φαγητό που τρώνε, δίνοντας συναισθηματική τροφή σε γονείς που από καιρό δεν «ταΐζουν» ο ένας τον άλλο. Μήπως αυτά τα παιδιά κάνοντας στην άκρη τις δικές τους ανάγκες και το δικό τους μεγάλωμα, μεγαλώνουν και συχνά κρατούν ζωντανούς τους γονείς τους;
Είναι δύσκολο κανείς να σκεφτεί πως κάτι τέτοιο είναι δυνατό. Είναι δύσκολο έτσι όπως έχει δομηθεί η ελληνική οικογένεια – που τόσο νοιάζεται για τα παιδιά της – να σκεφτεί κανείς την άλλη πλευρά. Την πλευρά των παιδιών. Γιατί και εκείνα αντίστοιχα ανησυχούν για τους γονείς τους. Γιατί και εκείνα αντίστοιχα θέλουν να είναι καλά• να ξέρουν ότι εάν φύγουν από την εστία και πάνε να φτιάξουν τη δική τους, δεν θα μείνουν πίσω δυο γονείς μόνοι και χωρίς κανένα φροντίδα ή ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλο.
Και αυτή η ανησυχία δεν είναι μόνο στο σήμερα που ο γονιός μεγαλώνει ηλικιακά. Έρχεται από μακριά… από παλιά…
Άθελά μας, ασυνείδητα ως γονείς, εκφράζουμε ανάγκες ανεκπλήρωτες δικές μας, φόβους, αγωνίες που συχνά δεν έχουν να κάνουν με τις ανάγκες των παιδιών ούτε και με την προστασία τους. Άθελά μας, υπαγορεύουμε στα παιδιά μας πώς θα κάνουν τα δικά μας ανεκπλήρωτα όνειρα πραγματικότητα, πως δεν θα κάνουν «λάθη» αν κάνουν τα δικά μας «σωστά», αυτά που εμείς δεν κάναμε για μας. Άθελά μας, τα καλούμε να καλύψουν τα συναισθηματικά κενά μας, αυτά που δεν ζητάμε ή δεν παίρνουμε από άλλες πηγές, από άλλους ενήλικες.
Και εκείνα είναι εκεί. Εκπαιδεύονται το καθένα στο ρόλο που του δίνουμε. Άλλο με το να είναι το «τέλειο παιδί» χωρίς να μας ενοχλεί με τις ανάγκες του, άλλο με το να μην προχωράει τη ζωή του και να μένει εκεί στο σπίτι στάσιμο, γεμάτο με ενοχές ότι εκείνο φταίει για όλα.., άλλο με το να ακούει πάντα τα παράπονά μας και τα προβλήματα που έχουμε με τον πατέρα, τη μητέρα, τον σύντροφό μας… Παραμένει όμως πάντα εκεί, δίπλα μας.
Άλλες πάλι φορές, τα καθιστούμε υπεύθυνα για την ασυνεννοησία στο γάμο μας, για το γεγονός ότι τσακωνόμαστε με τον σύντροφο μας. Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούμε γονείς να λένε… «από τότε που γεννήθηκε το παιδί άρχισαν οι τσακωμοί μας»…λες και ένα 2χρονο είναι τόσο δυνατό για να φέρει την καταστροφή σε δύο ενήλικες… Και έτσι από μικρό επωμίζεται την ευθύνη να κρατάει τις ισορροπίες που εμείς δεν μπορούμε, γίνεται το θερμόμετρο μεταξύ μας και όπου υπάρχει πυρετός τρέχει να το κατεβάσει με όποιον τρόπο – ρόλο μπορεί… του καλού παιδιού, του κακού παιδιού… με στόχο να «είμαστε όλοι καλά…»
Ίσως λοιπόν τα πράγματα να μην είναι έτσι όπως φαίνονται, ίσως στα παιδιά που δεν αφήνουν το σπίτι τους, να μην φταίνε μόνο τα 500 ευρώ, ίσως να μην είναι ότι δεν μπορούν να πάρουν ευθύνες, αλλά ότι απλά ακούνε δύο φωνές• αυτή που λέει «φύγε, μεγάλωσε κι εσύ..» και αυτή που λέει «που πας παιδάκι μου, εδώ σε χρειαζόμαστε…».
Το πώς οι δύο φωνές θα γίνουν μία… είναι στον καθένα να το βρει. Γονιό ή παιδί.
Οικογενειακή Σύμβουλός – Ψυχοθεραπεύτρια