Ανέλυσαν λοιπόν τα δεδομένα από 46 παιδιά και μητέρες, ενώ έλαβαν και δείγματα αίματος για να αναλύσουν τα επίπεδα αφλατοξίνης Β1.
Περίπου το 37% των παιδιών αλλά και των μητέρων είχαν ανιχνεύσιμα επίπεδα αφλατοξίνης στο αίμα τους. Βρέθηκε ότι παράγοντες όπως η ηλικία του παιδιού, το φύλο, η ηλικία της μητέρας, η εκπαίδευση και το επάγγελμα των γονιών δεν άλλαζαν τα επίπεδα της αφλατοξίνης. Αντίθετα, τα παιδιά που είχαν θηλάσει είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με όσο δεν είχαν θηλάσει. Τέλος διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά που είχαν ανιχνεύσιμα επίπεδα αφλατοξίνης στο αίμα τους ήταν σημαντικά κοντότερα σε ύψος συγκρινόμενα με τα παιδιά που δεν είχαν ανιχνεύσιμα επίπεδα στο αίμα τους.
Οι επιστήμονες συμπέραναν ότι ο μητρικός θηλασμός οδηγεί σε χαμηλότερη έκθεση σε αυτήν την επικίνδυνη τοξίνη. Επιπρόσθετα, βρέθηκε ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στην έκθεση σε αφλατοξίνη και σε κακή πρόσληψη ύψους στα παιδιά.
Η αφλατοξίνη θεωρείται ως η πιο ισχυρή γνωστή καρκινογόνος ουσία του ήπατος. Σύμφωνα με την Επίκουρη Καθηγήτρια Χημείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ/α Π Μαρκάκη και τις πληροφορίες που παρέχει στην ιστοσελίδα του τμήματος, οι αφλατοξίνες αποτελούν μια ομάδα από τις πιο τοξικές ουσίες που βρίσκονται στη φύση. Παράγονται κυρίως από μύκητες μέσα σε ξηρά τρόφιμα που αναπτύσσουν υγρασία. Επίσης μπορεί να εμφανισθούν στο γάλα ζώων που έχουν τραφεί με ζωοτροφές (καλαμπόκι κ.λπ.), στα οποία είχαν αναπτυχθεί μύκητες. Πρόκειται για ουσίες τοξικές, καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες και κατασταλτικές του ανοσοποιητικού συστήματος.
Λόγω του προβλήματος της παρουσίας των αφλατοξινών στα τρόφιμα και σε ζωοτροφές, θεωρείται πολύ σημαντικό και έχουν καθιερωθεί συστηματικοί έλεγχοι και ανώτατα όρια στα διάφορα τρόφιμα.
Το ανώτερο επιτρεπόμενο όριο για ολικές αφλατοξίνες στην Ευρωπαϊκή ‘Eνωση είναι 4 μg/Kg, ενώ το όριο για την αφλατοξίνη Β1 (AFB1) είναι τα 2 μg/Kg τροφίμου. Η νομοθεσία δεν παρέχει απόλυτη ασφάλεια, αλλά μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο για επιβλαβείς συνέπειες, λόγω της υψηλής τοξικότητας της αφλατοξίνης Β1. Στις ΗΠΑ ωστόσο το όριο είναι 20 μg/Kg (πενταπλάσιο) για σιτηρά και καλαμπόκι που προορίζονται για ζωοτροφές σε νεαρά ζώα και ιδιαίτερα κοτόπουλα, ενώ το όριο μπορεί να φθάσει τα 200-300 μg/Kg (80 φορές περισσότερο από ό,τι στην Ευρώπη) για ζωοτροφές που προορίζονται για μεγάλα ζώα (αγελάδες, χοίρους). Σύμφωνα με το Τμήμα Ζωικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Cornell των ΗΠΑ, παρόλο που οι προμήθειες τροφίμων με βαριά επιμόλυνση σε αφλατοξίνες δεν επιτρέπονται στην αγορά στις ανεπτυγμένες χώρες, παραμένει η ανησυχία για πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες στον άνθρωπο ως αποτέλεσμα μακράς έκθεσης σε χαμηλά επίπεδα αφλατοξινών μέσα από τα τρόφιμα.
Τώρα πρέπει να αναλογιστούμε πόσο σημαντικό μπορεί να είναι να εκτίθεται ένα βρέφος σε δυνητικά επικίνδυνες ουσίες, όταν πρόκειται για παρθένο και ευαίσθητο οργανισμό, αποκλειστικά εξαρτώμενο για πολλούς μήνες από μία και μοναδική τροφή, το ξένο γάλα για βρέφη, το οποίο καταναλώνει σε ποσότητες όσο το βάρος του σε λίγες ημέρες – αντίστοιχα μπορούμε να φανταστούμε μια τροφή που ένας ενήλικας βάρους
Shouman BO et al. Aflatoxin B1 Level in Relation to Child’s Feeding and Growth. Indian J Pediatr. 2011 Jun 4. [Epub ahead of print]
Μετάφραση/ Σχολιασμός:
MRCPCH DCH IBCLC 2011