Το άτομο με νευρογενή βουλιμία κυκλοφορεί συχνά δίχως να δίνει έντονο στίγμα της ψυχικής του διαταραχής. Συνήθως έχει κανονικό βάρος και φαίνεται να έχει αρκετή όρεξη για φαγητό. Παρατηρώντας από πιο κοντά, θα δούμε πως το άτομο που πάσχει, γυναίκα στις περισσότερες περιπτώσεις, εξαφανίζεται σχεδόν πάντα στην τουαλέτα μετά το φαγητό και επανέρχεται καμιά φορά με δριμύτερη όρεξη. Είναι ένα άτομο που κατά πάσα πιθανότητα αδυνατεί να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τις όποιες δυσκολίες της ζωής του, επιθυμεί ωστόσο να έχει μια φαινομενική ισορροπία, αποφεύγοντας έτσι να δώσει δικαίωμα σχολιασμού ή να προκαλέσει το ενεργό ενδιαφέρον κάποιου, το οποίο όσο και να το επιθυμεί άλλο τόσο το φοβάται και το αποδιώχνει.
Στο ιστορικό πολλών ασθενών με βουλιμία, όπου στις σοβαρές περιπτώσεις τα επεισόδια πολυφαγίας και εμετών μπορεί να φτάσουν και τα διψήφια νούμερα ημερησίως, ενδέχεται να βρει κανείς σχέσεις στις οποίες το άτομο βίωσε μεγάλη συναισθηματική αμφιταλάντευση και αμφιθυμία. Εξάλλου, αυτήν ακριβώς την αμφιταλάντευση εκφράζει και το σύμπτωμα της βουλιμίας, μιας και έχουμε στο ένα άκρο έντονη επιθυμία για καταβρόχθιση μεγάλων ποσοτήτων τροφής και στο άλλο άκρο την βίαιη αποβολή της με τον εμετό ή τη χρήση καθαρτικών και διουρητικών ουσιών. Συμβολικά η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων τροφής εκφράζει την ανάγκη να «καταβροχθίσει» το βουλιμικό άτομο έναν αγαπημένο του, κάποιον με τον οποίο στο παρελθόν ή και στο παρόν επιθύμησε να έρθει πολύ κοντά – να γίνουν «ένα». Στη συνέχεια, είτε επειδή αυτό το άτομο υπήρξε ασταθές, είτε γιατί δεν εμπόδισε επαρκώς τα καταστροφικά επακόλουθα μιας ανεξέλεγκτα συμβιωτικής σχέσης, είτε γιατί υπήρξε το ίδιο αμφιθυμικό και ανακόλουθο στην επαφή του, ξύπνησε στο βουλιμικό άτομο ένα ακατάσχετο άγχος αναφορικά με τις σχέσεις του εν γένει με τα άλλα άτομα.
Αυτά που περιγράφω εδώ διαδραματίζονται κατά κανόνα στα πρωταρχικά, βρεφικά χρόνια αλλά και στα ύστερα παιδικά και εφηβικά χρόνια ενός ατόμου. Η σχέση με κάποια γονεϊκή φιγούρα κατακλύζεται από τα προαναφερόμενα δυναμικά, συχνά χωρίς τη συνειδητότητα του γονέα/κηδεμόνα. Για παράδειγμα, η μητέρα που αδυνατεί να οριοθετήσει τη σχέση με το παιδί της και που είτε δεν το ενθαρρύνει να επενδύσει συναισθηματικά σε άλλες σημαντικές σχέσεις, είτε το επιβαρύνει με προβλήματα ή συναισθήματα που το παιδί δεν μπορεί και δεν χρειάζεται να μπορεί να διαχειρίζεται σε αυτή την ηλικία μπορεί να συνεισφέρει σε μια προϋπάρχουσα προδιάθεση του παιδιού να προσκολληθεί πέραν του δέοντος σε εκείνη. Παρόμοιο αποτέλεσμα μπορεί να έχει η απουσία του πατέρα ή κάποιας πατρικής φιγούρας που λειτουργεί ως καταλύτης και εξισορροπιστής στη σχέση μάνας-παιδιού και έρχεται να τριγωνοποιήσει το χώρο των σχέσεων, διευρύνοντάς τον και δίνοντας έτσι στο παιδί το «πράσινο φως» να επενδύσει συναισθηματικά και σε άλλες σχέσεις και να μην εγκλωβιστεί σε μια αποκλειστική σχέση. Βέβαια δεν αντιδρούν όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο στα ίδια ερεθίσματα, ούτε και το ότι σκιαγραφούμε τον ρόλο του γονέα σε μια δημιουργία παθολογίας σημαίνει ότι είναι απόλυτα υπεύθυνος γι’αυτή. Κάποια παιδιά γεννιούνται με μια υπερευαισθησία στα ερεθίσματα που λαμβάνουν και στην απορροφητικότητα που έχουν απέναντι σε αυτά. Ενδεχομένως λοιπόν, η συμπεριφορά ενός γονιού, που μπορεί να μην είναι ούτε τόσο έκδηλη αλλά ούτε και τόσο προβληματική, να έρχεται να κλειδώνει με ένα υπερευαίσθητο παιδί που δεν μπορεί να φιλτράρει τα ερεθίσματα που λαμβάνει με ένα τρόπο ώστε να μην κατακλύζεται από αυτά. Έχουμε λοιπόν από τη μία μεριά ένα γονιό που δεν οριοθετεί αυστηρά κι απ’την άλλη ένα παιδί που δεν φιλτράρει επαρκώς τα ερεθίσματα που δέχεται. Είναι ο συνδυασμός που δημιουργεί το αποτέλεσμα και βέβαια η συμβολή άλλων πολλών περιβαλλοντικών συνθηκών.
Η αμφιθυμία λοιπόν του βουλιμικού ατόμου έγκειται στην επιθυμία του να εγκολπώσει τον γονιό ως αντικείμενο αγάπης αλλά και να τον αποβάλλει όταν αυτή η αγάπη αποβαίνει γι’αυτό απειλητική λόγω του κατακλυσμιαίου της χαρακτήρα. Επειδή το βουλιμικό άτομο αισθάνεται ότι χάνει τον έλεγχο και τα όρια στις ανθρώπινες σχέσεις αποπειράται να τα ανακτήσει στη σχέση του με το φαγητό, όπου φαντασιώνει πως έχει τον πλήρη έλεγχο. Το φαγητό είναι ένα αντικείμενο που σε αντίθεση με τον άνθρωπο δεν έχει βούληση, δεν ασκεί επιρροές, δεν θέτει όρους. Είναι στην απόλυτη διάθεση του βουλιμικού ατόμου για κατανάλωση ή αποβολή. Άρα δεν προβληματίζει το βουλιμικό άτομο, το οποίο αισθάνεται ασφαλές στη σχέση του με το φαγητό. Επίσης, η δημιουργία αυτής της σχέσης με το φαγητό λειτουργεί σαν καταφύγιο από σχέσεις με άλλους ανθρώπους στις οποίες το βουλιμικό άτομο αισθάνεται ότι είναι εκτός ελέγχου και κινδυνεύει να αναλωθεί είτε στο βωμό της ακατάσχετης επιθυμίας του για τον άλλο είτε στα χέρια του ανεξέλεγκτου άλλου και των διαθέσεών του. Εφόσον το άτομο με βουλιμία έχει μια εγγενή δυσκολία να φιλτράρει ό,τι δέχεται από τον άλλο, αυτός ο άλλος φαντάζει ειρωνικά «ο πιο επιθυμητός εχθρός». Η εύκολη λύση να λυθούν τα προβλήματα που προκύπτουν από αυτές τις εσωτερικές συγκρούσεις είναι να καταφύγει το βουλιμικό άτομο στη μία σχέση που φαίνεται να μην το προδίδει ποτέ.
Η αλήθεια είναι όμως ότι προδίδεται και μάλιστα σε καθημερινή βάση. Η βουλιμία διαβρώνει όχι μόνο την ψυχή και τις διαπροσωπικές σχέσεις αλλά και το κορμί. Τα δόντια χαλάνε από τα οξέα του στομάχου, τα μάτια υποφέρουν από εσωτερικές αιμορραγίες λόγω της πίεσης του εμετού, το εντερικό σύστημα καταρρέει από τη χρήση καθαρτικών ουσιών, ο οισοφάγος κακοποιείται με κάθε εκκένωση, οι σιελογόνοι αδένες πρήζονται και δημιουργείται παρωτίτιδα και βέβαια αν το βάρος πέσει δραματικά σταματά η έμμηνος ρήση για τις γυναίκες και αυτό έχει ως αντίκτυπο μια πιθανή οστεοπόρρωση, προβλήματα καρδιάς και γενικότερες ορμονολογικές διαταραχές. Η συνέχιση των βουλιμικών επεισοδίων έχει για μερικούς από τους ασθενείς και τιμωρητικό χαρακτήρα. Αισθανόμενοι ένοχοι για την τροπή των πραγμάτων στη ζωή τους αισθάνονται ότι μέσα από την εθιστική συμπεριφορά της βουλιμίας εξιλεώνονται.
Η βουλιμία μοιάζει δε σε αρκετές της εκφάνσεις με τη συμπτωματολογία και το υπόβαθρο διαφόρων εξαρτήσεων και εθισμών μιας και το άτομο εξαρτάται από αυτή την παθολογική σχέση σε κάποιο βαθμό γιατί λειτουργεί σαν καταφύγιο από άλλες σχέσεις που φαντάζουν τρομακτικές και σε κάποιο άλλο βαθμό γιατί η καταναγκαστική επανάληψη της συμπεριφοράς λειτουργεί στη φαντασία και σαν πλατφόρμα επίλυσης της ίδιας της προβληματικής που την συνιστά και την υπαγορεύει. Ο βουλιμικός ασθενής αναφέρεται και στην ευχαρίστηση που λαμβάνει από την πράξη του αλλά και στον εθιστικό της χαρακτήρα. Η συνήθεια που δημιουργείται είναι δύσκολο να πάψει ειδικά όταν δεν υπάρχει κάτι που να φαντάζει αρκετά ασφαλές για να την αντικαταστήσει.
Σκοπός της ψυχοθεραπείας είναι να ανιχνεύσει το υπόστρωμα της ασθένειας όχι για να προσάψει κατηγορίες – κανείς άλλωστε δεν είναι τέλειος – αλλά για να ονοματίσει τις σκοτεινές αιτίες, να δώσει νόημα μέσα από τις λέξεις στη διαδικασία της βουλιμίας και στους σκοπούς που εξυπηρετεί, και να αρχίσει σιγά σιγά να δείχνει εμπειρικά το δρόμο προς τη δημιουργία ανθρώπινων σχέσεων που θα αντικαταστήσουν την ακαταμάχητη σχέση με το φαγητό. Στην ψυχοθεραπεία η έννοια της εμπιστοσύνης κερδίζεται μέρα με τη μέρα βιωματικά μέσα από τη σχέση θεραπευτή και θεραπευομένου όπου απώτερος σκοπός είναι αυτή η σχέση να μπορέσει να εγκατασταθεί μέσα στην ψυχή του θεραπευομένου και να αναπαραχθεί έξω από το θεραπευτικό δωμάτιο με άλλες σχέσεις που το βουλιμικό άτομο τελικά θα τολμήσει. Καλό είναι στο φίλο ή στη φίλη που αντιλαμβανόμαστε ότι μπορεί να πάσχει να δώσουμε τη συμβουλή να το αντιμετωπίσει ψυχοθεραπευτικά κι αν δε είμαστε εμείς αυτοί που έχουμε αυτή τη δυσκολία, να κάνουμε μια κίνηση φροντίδας απέναντι στον ταλαιπωρημένο μας εαυτό και να του χαρίσουμε αυτό που πραγματικά επιθυμεί – μια υγιή σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης από την οποία δεν θα χρειάζεται να τρεπόμαστε σε φυγή καταφεύγοντας στην αδιέξοδη και αμφιθυμική σχέση βουλιμίας με το φαγητό.
Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια