Το άγχος δεν μας παχαίνει. Παχαίνει αυτούς από εμάς που έχουν ως Αχίλλειο Πτέρνα το φαγητό και το βάρος τους. Το άγχος αρχικά υπογραμμίζει και στη συνέχεια εντείνει τις προϋπάρχουσες αδυναμίες μας. Για τον καθένα από μας αυτές είναι διαφορετικές. Γι’αυτό εξ’άλλου το πάχος δεν είναι μέσο μέτρησης άγχους και δεν είναι όλοι οι στρεσαρισμένοι συνάνθρωποί μας παχύσαρκοι. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο ρυθμός και ο τρόπος πρόσληψης τροφής στο βρεφικό στάδιο λειτουργεί σαν ένα πλαίσιο ασφάλειας που παρέχει η μητέρα στο νεογέννητο μωρό της. Αν όμως το μωρό δεν τραφεί έγκαιρα όταν πεινάσει κατακλύζεται από συναισθήματα πανικού και ακατάσχετης ανησυχίας τα οποία δεν έχει τρόπο να διαχειριστεί. Απειλείται η ύπαρξή του και επομένως βιώνει άγχη αφανισμού. Το μωρό που έχει πεινάσει για πολλή ώρα ενδέχεται να δυσκολευτεί να φάει όταν αργότερα η μητέρα θα του προσφέρει την τροφή – ίσως όμως και να την λάβει με βουλιμία. Όπως και να ‘χει, αυτές οι πρώτες εμπειρίες με το φαγητό καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που κανείς θα σχετιστεί με αυτό αργότερα. Επίσης, κεφαλαιώδες ρόλο παίζει και η σχέση με την τροφό – τη μάνα τις περισσότερες φορές – η οποία δεν μπορεί παρά να επηρεάσει τον τρόπο που βιώνει και αντιλαμβάνεται το βρέφος τον κόσμο και τις πρωταρχικές του εμπειρίες επιβίωσης.
Λόγω των ουσιών του, το φαγητό ενδέχεται να επιδρά και καταπραϋντικά. Για παράδειγμα, οι υδατάνθρακες, η ζάχαρη, ή η σοκολάτα φαίνονται να επηρεάζουν τις εκκρίσεις ορμονών στο σώμα μας με τρόπο τέτοιο που να δημιουργούν συναισθήματα πληρότητας, ανακούφισης και ευφορίας. Ίσως λοιπόν να μην είναι τυχαίο πώς ο γιατρός που θα κάνει μια ένεση σ’ένα μικρό παιδί μπορεί να του προσφέρει μια καραμέλλα ή ένα γλυφιτζούρι για να το πείσει να κάτσει ήσυχο και να το δελεάσει σε μια διαδικασία που μπορεί να είναι λίγο επώδυνη. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι σε πολλά σπιτικά η αγάπη και η φροντίδα εκφράζονται κατά κύριο λόγο μέσω της προσφοράς τροφής, και ίσως σε κάποιες περιπτώσεις που η αγάπη δεν μπορεί να επικοινωνηθεί με άλλο τρόπο, το φαγητό να γίνεται το αποκλειστικό μέσο. Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί το φαγητό για να εκφράσει ή να αντικαταστήσει θετικά συναισθήματα μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να ελέγξει τη σχέση μεταξύ δύο ατόμων ή και μιας ομάδας, όπως και αυτή της οικογένειας. Το ανορεκτικό ή το βουλιμικό άτομο χρησιμοποιεί τη σχέση του με το φαγητό είτε για να εκφράσει πράγματα που αδυνατεί να βάλει σε λέξεις, είτε για να βρει καταφύγιο από επώδυνες εμπειρίες, είτε ακόμα για να χειραγωγήσει τις σχέσεις του με οικεία πρόσωπα.
Βάσει λοιπόν των ανωτέρω, είναι δυνατόν να συνάγουμε το συμπέρασμα πως ο τρόπος που τρεφόμαστε συμβολίζει εν μέρει τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις σχέσεις μας με τους άλλους αλλά και τη σχέση μας με τον εαυτό μας. Το φαγητό, εκτός από βιολογική ανάγκη, μπορεί να λειτουργεί και σαν συνήθεια που πλαισιώνει την καθημερινότητά μας, σαν διασκέδαση και μέσο κοινωνικοποίησης, ή σαν τρόπος διαχείρισης συναισθημάτων. Αναπόφευκτα καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας μιας και πολλές διαδικασίες σχετίζονται με αυτό. Μια οικογένεια, για παράδειγμα, θα μαζευτεί μαζί στο τραπέζι και ίσως αυτή να είναι και η μόνη αφορμή για την οποία συγκεντρώνονται όλα τα μέλη της μαζί. Χαρακτηριστικό είναι το πώς πάμε γλυκά σε φίλους ή δίνουμε σοκολάτες σε παιδιά για να εκδηλώσουμε την αγάπη μας. Με την ίδια λογική και μια νοικοκυρά θα οργανώσει πλούσιο γεύμα για να ευχαριστήσει τους καλεσμένους της. Από την άλλη βέβαια, μια καταθλιπτική μητέρα ίσως παραμελήσει το μαγείρεμα και κατά συνέπεια τη φροντίδα της οικογενείας της ή ένας ελεγκτικός σύντροφος θα επιτηρεί με αυστηρότητα τη διατροφή της συντρόφου του.
Τα άτομα που τρώνε πολύ ή τρώνε ακατάλληλες τροφές και γίνονται παχύσαρκα το κάνουν για λόγους εν μέρει ιδιοσυγκρασιακούς, όπως ο φαινότυπός τους και η βιολογική τους τάση, εκφράζουν όμως και μέσα από τη σχέση τους με το φαγητό τη συναισθηματική τους κατάσταση, εκτονώνουν πιθανές εντάσεις και συμβολοποιούν τη δυναμική της σχέσης τους με τους άλλους και με τον εαυτό τους. Όπως για κάποιους η λήψη αλκοόλ ή άλλων ουσιών προσφέρει καταφύγιο από τα προβλήματά τους, έτσι και το φαγητό λειτουργεί σαν μια ουσία που μπορεί να αναλωθεί καταχρηστικά για να προσφέρει μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Το φαγητό είναι ένα αντικείμενο που σε αντίθεση με τον άνθρωπο δεν έχει βούληση, δεν ασκεί επιρροές, δεν θέτει όρους. Είναι στην απόλυτη διάθεση του ατόμου για κατανάλωση ή υπερκατανάλωση. Άρα δεν προβληματίζει το παχύσαρκο άτομο, το οποίο αισθάνεται, τουλάχιστον επιφανειακά, ασφαλές στη σχέση του με το φαγητό. Επίσης, η δημιουργία αυτής της σχέσης με το φαγητό λειτουργεί σαν καταφύγιο από σχέσεις με άλλους ανθρώπους που φαντάζουν δύσκολες ή αξεπέραστα προβληματικές. Η εύκολη λύση για τα προβλήματα που προκύπτουν από αυτές τις εσωτερικές συγκρούσεις είναι να καταφύγει το παχύσαρκο άτομο στη μία και μοναδική σχέση που φαίνεται να μην το προδίδει ποτέ. Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Όλοι γνωρίζουμε τις καταστροφικές για την υγεία μας συνέπειες της πολυφαγίας και παχυσαρκίας.
Όπως και με άλλες εξαρτήσεις, έτσι και με το φαγητό, το άτομο μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο όπου το φαγητό καταπραΰνει ναι μεν κάποια άγχη, δημιουργεί όμως από την άλλη πολλά περισσότερα όταν καταναλώνεται αλόγιστα. Αυτό γιατί οι επιπτώσεις στον οργανισμό αλλά και στην εμφάνιση κατά δεύτερο λόγο είναι σαφείς και το παχύσαρκο άτομο δεν μπορεί παρά να τις βιώνει. Γνωρίζει λοιπόν πως ουσιαστικά κακοποιεί τον εαυτό του και αυτή η σαδομαζοχιστική σχέση με το φαγητό δεν μπορεί παρά να το αγχώνει ακόμα περισσότερο. Από τη μία εκφράζει την όποια εσωτερική πάλη του ατόμου, κάνοντας το σώμα αρένα επίλυσης βαθειών ψυχολογικών προβλημάτων, και από την άλλη την εντείνει. Το παχύσαρκο άτομο είναι συνήθως άτομο βαθειά ενοχικό, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και δυσκολία να διαχειριστεί τα θέλω του και τα ίσως όχι και τόσο αποδεκτά αισθήματά του, όπως για παράδειγμα το θυμό του. Συχνά τον τρώμε τον θυμό μας. Επιστρέφει όμως δριμύτερος να μας καταδιώξει όταν τον έχουμε ξεσπάσει στον εαυτό μας.
Μέσα από τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας μπορεί να ανιχνευτούν οι λόγοι που ωθούν ένα άτομο στη παχυσαρκία αλλά και οι διαστροφικοί ενδόμυχα σκοποί που εξυπηρετούνται από την κατάχρηση του φαγητού. Στόχος δεν είναι να προσάψει κανείς κατηγορίες αλλά να ονοματίσει τις σκοτεινές αιτίες, να δώσει νόημα μέσα από τις λέξεις στη διαδικασία της πολυφαγίας και στους σκοπούς που εξυπηρετεί, και να αρχίσει σιγά σιγά να δείχνει έναν εναλλακτικό δρόμο προς την αναπροσαρμογή των σχέσεων του ατόμου με τους άλλους αλλά και με τον εαυτό του, ώστε να εγκαταλειφθεί σιγά σιγά η ακαταμάχητη σχέση με το φαγητό ως η αποκλειστική και «σίγουρη» πηγή ευχαρίστησης αλλά και τιμωρίας ταυτόχρονα. Εάν δεν αντιμετωπιστεί το ψυχολογικό υπόβαθρο της παχυσαρκίας, υπάρχει κίνδυνος να παγιδευτεί το άτομο σε έναν κυκεώνα αμέτρητων προγραμμάτων διαίτης, ινστιτούτων αδυνατίσματος, εξαντλητικών προσπαθειών απώλειας βάρους που όμως προσβλέπουν σε μια ευκαιριακή ανακούφιση των συμπτωμάτων και άρα μόνο προσθέτουν στον φαύλο κύκλο του πάχους που αγχώνει και του άγχους που στη συνέχεια παχαίνει. Η ψυχή και το σώμα δεν είναι επ’ουδενί ασύνδετα και για να σπάσει ο φαύλος κύκλος χρειάζεται μια ολιστική φροντίδα προς τον εαυτό που θα καλύψει τα αίτια όταν συγχρόνως θα αποσκοπεί να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα.
Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια