Ο τρόπος που χρησιμοποιούμε το φαγητό αντικαθρεπτίζει πιο ενδόμυχες πτυχές του εαυτού μας. Όλοι μας κάποια φορά έχουμε πει πως τρώμε πολύ ή λίγο στη λύπη μας, αντίστοιχα και στη χαρά ή στο άγχος μας. Αυτό είναι ένα ζήτημα κυρίως ιδιοσυγκρασιακό που κατά κύριο λόγο καθορίζεται από τις καταβολές μας αλλά και τα πρωταρχικά μας βιώματα που σχετίζονται με το φαγητό. Ανάλογα με τις ασυνείδητες συνδέσεις που έχει κάνει κανείς γύρω από την τροφή, το μαγείρεμα, τη συμπεριφορά στο τραπέζι, την κοινωνικοποίηση μέσω του φαγητού, θα χρησιμοποιήσει το φαγητό εκτός του για να τραφεί, για να συμβολοποιήσει επίσης εσωτερικές συναισθηματικές διαστάσεις του ψυχισμού του.
Η τροφή σαν αντικείμενο αλλά και σαν διαδικασία επενδύεται συναισθηματικά σε ασυνείδητο επίπεδο και αυτές οι επενδύσεις αργότερα στη ζωή του ατόμου εκδραματίζονται μέσω της συμπεριφοράς του απέναντι στο φαγητό. Για παράδειγμα, κάποιος που συνέδεσε στην παιδική ηλικία τη σοκολάτα με τον στοργικό παππού που την προσέφερε καθημερινά, ενδέχεται σε δύσκολες συναισθηματικές στιγμές αργότερα στη ζωή του να στραφεί στη σοκολάτα όχι μόνο γιατί οι ουσίες της αυτές καθ’εαυτές προκαλούν μια αίσθηση ευφορίας και πληρότητας, αλλά γιατί παραπέμπουν και στην έκφραση αγάπης και συναισθηματικού δοσίματος όπως έχει εγγραφεί από την πρωτύτερη συναισθηματική εμπειρία. Αντιθέτως, κάποιος που ως παιδί βίωσε το φαγητό σαν μια επίπονη ψυχολογικά διαδικασία, εάν για παράδειγμα πιέστηκε πολύ να φάει, ή κάθε φορά στο οικογενειακό τραπέζι υπήρχαν καυγάδες, ενδέχεται σε ανάλογη συναισθηματική δυσκολία να αποστρέψει εντόνως το ενδιαφέρον του από το φαγητό και να παραμελήσει ως εκ τούτου τον εαυτό του.
Από αυτά τα παραδείγματα απορρέει το συμπέρασμα ότι δεν αντιλαμβανόμαστε και δεν έχουμε εσωτερικεύσει όλοι με τους ίδιους τρόπους το φαγητό σαν αντικείμενο και σαν διαδικασία. Έτσι λοιπόν, δεν θα χρησιμοποιήσουμε όλοι μας το φαγητό με τον ίδιο τρόπο στις ποικίλλες συναισθηματικές μας εντάσεις. Δεν μπορούμε με σιγουριά να συνάγουμε στερεότυπα συμπεράσματα για τους ανθρώπους από την σχέση τους με το φαγητό, παρά μόνο αν σταθούμε με ενδιαφέρον στην προσωπική ιστορία του καθενός. Βέβαια εύκολα μπορεί κανείς να διαισθανθεί αν η συμπεριφορά του διπλανού του απέναντι στο φαγητό υποκρύπτει μια κάποια παθολογία. Οι υπερβολές σε όλες τους τις εκφάνσεις παραπέμπουν σε κάποιο τέτοιο συμπέρασμα.
Ακόμα και τα άτομα που εμφανίζουν ορθορεξία, μια εμμονή δηλαδή στο να καταναλώνουν αυστηρά και μόνο ‘σωστά’ και υγιεινά προϊόντα το κάνουν αυτό εξ’αιτίας κάποιου συγκεκριμένου ψυχολογικού υπόβαθρου. Ενδεχομένως να εκφράζουν μέσα από αυτή τους τη στάση μια υπέρμετρη ανησυχία για τη θνητότητά τους, για το ενδεχόμενο του να χάσουν τον έλεγχο, για το φόβο του να αφήσουν να εισβάλει μέσα τους κάτι κακό. Αυτή τους η σχέση με το φαγητό σίγουρα διέπει και τις σχέσεις τους με τους ανθρώπους, όπου μπορεί να είναι ιδιαίτερα διστακτικοί να αφεθούν, να εμπιστευτούν και να παρασυρθούν από τα συναισθήματά τους. Αντίστοιχα, ένα άτομο ανορεκτικό, συχνά θα έχει την τάση να ελέγχει και να χειρίζεται το οικείο του περιβάλλον και τους κοντινούς του ανθρώπους ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που χειρίζεται και το φαγητό. Ο ένας τομέας λειτουργεί σαν καθρέπτης που αντανακλά τον άλλο. Από την άλλη, άτομα επιρρεπή στην πολυφαγία ίσως να έχουν μια γενικότερη δυσκολία να οριοθετούν τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους και να είναι πιο ευάλωτα σε συναισθήματα ενοχής, συνηθίζοντας να ‘τα παίρνουν όλα μέσα τους’, όπως συχνά λέμε.
Η πολύπλοκη σχέση μας με το φαγητό μαρτυρά σχεδόν πάντα την εσωτερική μας κατάσταση, όπως και στοιχεία από τον τρόπο που σχετιζόμαστε με άλλους ανθρώπους. Παθολογικές λοιπόν διατροφικές συμπεριφορές – σε όποιο άκρο υπερβολής και αν τείνουν – συμβολίζουν, εκφράζουν και φέρνουν στην επιφάνεια υφέρπουσες ψυχικές διαταραχές. Ως εκ τούτου, είναι απόλυτα λογικό να συνδέεται η διατροφική μας συμπεριφορά με την ψυχολογία μας. Ως τομείς αλληλένδετοι ρίχνουν φως ο ένας στον άλλο, ιδίως μέσα στα πλαίσια μιας προσεκτικής ανάλυσης που συχνά λαμβάνει χώρα σε μια ψυχοθεραπεία.
Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια