Τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότερο οι επιστήμες της νευρολογίας, ψυχιατρικής, και ψυχανάλυσης συνεργάζονται στενά με άλλους κλάδους της ιατρικής, όπως, για παράδειγμα, την γαστρεντερολογία για να καταδείξουν την άρρηκτα συνδεδεμένη σχέση ψυχής και σώματος, στην υγεία και στην ασθένεια. Σίγουρα πολλοί από σας θα έχουν βιώσει ή ακούσει άλλους να μιλούν για τα λεγόμενα ψυχοσωματικά συμπτώματα και προβλήματα, ή ακόμα και χωρίς την χρήση του όρου αυτού, θα έχουμε ακούσει κάποιον να μιλά για πονοκεφάλους όταν στρεσάρεται, για πόνο στη μέση, για κοιλιακά άλγη ή διάρροιες σε περιόδους ψυχικής έντασης. Το κορμί μας αντιδρά με χειροπιαστά, αληθινά και φορές βασανιστικά σωματικά συμπτώματα στις δυσκολίες της ψυχής, αλλά και η ψυχή μας, γρήγορα αφουγκράζεται τις ασθένειες του σώματος και, μέσω της διάθεσης, μας αφυπνεί για τυχόν προβλήματα υγείας.
Σήμερα θα καταπιαστούμε συγκεκριμένα με τις λειτουργίες του εντέρου και τη σύνδεσή τους με την ψυχή μας. Ο ερευνητικός κλάδος της Νευρογαστρεντερολογίας μας ωθεί συνεχώς μέσα από σχετικές έρευνες στο συμπέρασμα ότι το έντερό μας είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εγκέφαλος στο κορμί μας. Απαρτίζεται από περίπου εκατό εκατομμύρια νευρικά κύτταρα, περισσότερα από αυτά που βρίσκει κανείς στο νωτιαίο μυελό. Δικαίως λοιπόν το ονομάζουμε «πεπτικό εγκέφαλο», εφόσον όχι μόνο έχει νευροδιαβιβαστές που λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο με αυτούς του εγκεφάλου, αλλά μελέτες δείχνουν πως ανταποκρίνεται και σε ψυχοφάρμακα. Αντίστροφα, φάρμακα που δρουν στο πεπτικό σύστημα, όπως, για παράδειγμα γνωστά αντιεμετικά που μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει για να ταξιδέψει με πλοίο ενάντια της ναυτίας, φαίνονται να έχουν επίδραση και στην ψυχική διάθεση, όπως να μειώνουν την κατάθλιψη, μιας και μέσω του εντέρου δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα κατασταλτικά.
Το έντερο όχι μόνο φαίνεται να έχει στενή επικοινωνία με τον εγκέφαλο και την ψυχή μας, αλλά οι επιστήμονες μας ενημερώνουν πως τα νευροδιαβιβαστικά σήματα που στέλνει αυτό στον εγκέφαλο είναι περισσότερα από αυτά που λαμβάνει από εκείνον. Έτσι λοιπόν, με τις δραστικές του ουσίες, τους νευροδιαβιβαστές του και τους υποδοχείς του, θα έλεγε κανείς, πως το έντερο έχει μια αυτόνομη νευρική λειτουργία που το κάνει, τρόπον τινά, να σκέφτεται, να αντιδρά, να μνημονεύει, να ασθενεί και να αφυπνεί την ψυχή όταν αισθάνεται ότι οι εσωτερικές ισορροπίες του οργανισμού έχουν διαταραχθεί, είτε σωματικές, είτε ψυχικές. Το έντερό μας δεν φροντίζει μοναχά για την πέψη και τον μεταβολισμό των τροφών, αλλά δείχνει να φροντίζει εξίσου για το μεταβολισμό και τη διαχείριση των συναισθημάτων μας. Παράγει ψυχοενεργές ουσίες όπως η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη, και οι βενζοδιαζεπίνες που συνδέονται με την ψυχική μας διάθεση και που χρησιμοποιούνται στην φαρμακολογία για την παραγωγή ψυχοτρόπων σκευασμάτων, όπως αντικαταθλιπτικών, αγχολυτικών και υπναγωγών. Η σεροτονίνη, για παράδειγμα, της οποίας τα υψηλά επίπεδα στον οργανισμό ευθύνονται για την αίσθηση ευφορίας, παράγεται κατά το πλείστον στο έντερό μας και όχι στον εγκέφαλό μας και από εκεί δρα προς τον εγκέφαλο και άρα αλλάζει την ψυχική μας διάθεση.
Η επιστημονική υπόθεση για την νευρική αυτονομία του εντέρου έναντι του εγκεφάλου είναι πως το έντερο στο βρέφος είναι το όργανο που άμεσα φροντίζει για την επιβίωση. Μια πληθώρα ερεθισμάτων και ένα μεγάλο φορτίο επεξεργασίας τους όταν γεννιέται ένα μωρό συγκεντρώνονται στο έντερο και φιλτράρονται από αυτό. Το έντερο δέχεται τα θρεπτικά συστατικά, τα μεταβολίζει και μέσω αυτών προωθείται η ραγδαία βρεφική ανάπτυξη. Η ζωή ενός βρέφους περιστρέφεται κυρίως γύρω από τα γεύματά του, η συχνότητα και ο τρόπος των οποίων καθορίζουν και την ψυχική ισορροπία του μωρού. Αν ένα μωρό δεν ταΐζεται σωστά, καθυστερούν τα γεύματά του, είναι ακατάλληλα με κάποιον τρόπο ή υπερβολικά, αυτό θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην διάθεσή του, αλλά όπως θα δούμε στη συνέχεια, και στην ψυχική του εξέλιξη. Εξ’ου και η τόσο μεγάλη βαρύτητα που δίνουν οι παιδίατροι στα γεύματα των μωρών, στο πρόγραμμά τους και στην ποιότητά τους όχι μόνο όσον αφορά την τροφή αυτή καθ’εαυτή αλλά και τις συνθήκες στις οποίες ταΐζεται ένα μωρό. Οι εμπειρίες ταΐσματος ακολουθούν το βρέφος από τις πρώτες του μέρες μέχρι την ενηλικίωσή του και την ύστερη αναπτυξιακή του πορεία, σωματικά και ψυχολογικά. Δεν είναι τυχαίο το επιστημονικό εύρημα που συνδέει τους κολικούς της βρεφικής ηλικίας με το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου στην ενήλικη ζωή.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ, ούσα φοιτήτρια στην Αγγλία και κάνοντας παρατήρηση βρεφών ως μέρος της ψυχοθεραπευτικής μου εκπαίδευσης, την πολύ διαφορετική εμπειρία που είχα με τα δύο μωρά που παρακολούθησα. Στο πρώτο, έφτασα στο σπίτι του το απόγευμα, σε ένα ζεστό περιβάλλον φωτισμένο ελαφρά, με το τζάκι να ανάβει και το μπαμπά να παίζει απαλά πιάνο στη γωνία του σαλονιού, τη μαμά να κινείται με ηρεμία και να αφουγκράζεται τις ανάγκες του βρέφους της. Το έκανε μπάνιο σε ένα μπανάκι κοντά στο τζάκι, το έντυσε και το θήλασε μέχρι που εκείνο αποκοιμήθηκε στο στήθος της. Η μητέρα είχε ακολουθήσει τις ανάγκες του μωρού και ήταν απόλυτα απορροφημένη από τις δικές του υποδείξεις, όπως τις φανέρωναν οι φωνούλες του, η διάθεσή του και το βλέμμα του. Η μητέρα δεν αγχώθηκε με τη δική μου παρουσία και με αγνόησε όπως είχαμε συνεννοηθεί από το τηλέφωνο και ο πατέρας ήταν υποστηρικτικά παρόν ώστε και να διευκολύνει τη μητέρα στη φροντίδα του μωρού της, αλλά και να κάνει την παρουσία μου στο σπίτι όσο λιγότερο διεισδυτική και αποδιοργανωτική για το μωρό. Στο δεύτερο μωρό, κι ενόσω τηλεφωνικά πριν την επίσκεψή μου και στις δύο οικογένειες οι οδηγίες μου ήταν σαφείς ότι η μητέρα δεν έπρεπε να ξυπνήσει ή να ζορίσει με οποιονδήποτε τρόπο το μωρό για να το παρατηρήσω εγώ, με το που χτύπησα το κουδούνι, βρέθηκα σε ένα χώρο με ένα έντονο κίτρινο χρώμα στον τοίχο, έντονο φωτισμό, την τηλεόραση να παίζει δυνατά, ρούχα ντάνες ασιδέρωτα στο σαλόνι, τη μητέρα μόνη της, χωρίς κάποια βοήθεια. Ξύπνησε το μωρό και το έβαλε να θηλάσει με το ζόρι, εικάζω λόγω του άγχους της να πιάσει τόπο η επίσκεψή μου, παρόλο που την είχα καθησυχάσει σχετικά πριν τη συνάντησή μας. Το μωρό γκρίνιαζε, αρνιόταν να φάει, έκλαιγε, κλωτσούσε, είχε πάρα πολλά αέρια και έβγαζε συνεχώς τη γλώσσα του έξω δείχνοντας την αποστροφή του για το φαγητό. Αυτή μου την εμπειρία την περιγράφω για να δείξω την τεράστια σημασία που παίζει το τάισμα σαν επικοινωνία φροντίδας και συναισθημάτων ταύτισης και κατανόησης μεταξύ μητέρας και βρέφους τους πρώτους μήνες της ζωής, μια εμπειρία που εσωτερικεύεται από το βρέφος και μνημονεύεται από το έντερο και την ψυχή του ταυτόχρονα. Η μητέρα του δεύτερου μωρού παραπονιόταν ότι το μωρό της δεν έτρωγε καλά κι ότι είχε πολλούς κολικούς, σε αντίθεση με τη μητέρα του πρώτου μωρού που ανέφερε ότι το τάισμα του μωρού της ήταν η καλύτερη και πιο χαλαρωτική ώρα και για τις δύο. Τέτοιες εμπειρίες καταγράφονται στο έντερο κι επηρεάζουν το μωρό ψυχικά και σωματικά, όπως και χαράζουν πορεία για την περαιτέρω ψυχοσωματική του εξέλιξη. Δεν θα ήταν καθόλου παράξενο να μάθουμε πως το δεύτερο μωρό στην ενήλικη ζωή του αργότερα πάσχει από γαστρεντερικές ή ψυχικές διαταραχές, που αλληλεπιδρούν η μία στην άλλη, όπως και δεν θα μας εξέπληττε να διαπιστώναμε πως η ψυχολογία του πρώτου μωρού είναι τώρα πια στην ενήλικη ζωή πιο ισορροπημένη και υγιής.
Επιστρέφοντας πάλι στο πιο ιατρικό κομμάτι για να δούμε λίγο περισσότερο σε βάθος την αρχή της δόμησης του γαστρεντερικού συστήματος και της σχέσης του με την ψυχή. Σύμφωνα με την Νευρογαστρεντερολογία, η φαιά ουσία κατά τη διάρκεια την εμβρυϊκής ζωής ταξιδεύει μέσω του νευρικού σωλήνα και των βασικών στοιχείων του κεντρικού νευρικού συστήματος στον εγκέφαλο, αλλά κατά μεγάλο μέρος και στο έντερο, το οποίο τελικά γίνεται αποικία νευρώνων που αποσκοπούν στο να στηρίξουν το ταξίδι της επιβίωσης μετά τη γέννηση. Ο εγκέφαλος, μας λένε οι επιστήμονες, δεν θα μπορούσε από μόνος του να καλύπτει τις ανάγκες διαχείρισης τροφής και λοιπών λειτουργιών του εντέρου, αλλά ούτε και θα μπορούσε όλο το υλικό του νευρικού συστήματος που γεννάται στην εμβρυϊκή ζωή να χωρέσει όλο στον εγκέφαλο. Έτσι λοιπόν, μεγάλο του μέρος καταλήγει στο έντερο με σκοπό να φροντίσει την επιβίωση και να συνδέσει τις πρώτες εμπειρίες και την πρώτη καταγραφή ερεθισμάτων του σώματος με τον εγκέφαλο και τον ψυχισμό. Εφόσον ο εγκέφαλος, μη όντας ικανός τους πρώτους μήνες της ζωής να αντεπεξέλθει στην πληθώρα ερεθισμάτων που λαμβάνει το γαστρεντερικό σύστημα, η φύση προνόησε ώστε αυτό να είναι αρκετά αυτόνομο και να μπορεί να διεκπεραιώσει τις σχετικές με αυτό διαδικασίες ανεξάρτητα από τον εγκέφαλο και μάλιστα βοηθώντας αυτόν να συνδέσει την κοιλιακή χώρα και τις βιωματικές εγγραφές της με τον ψυχισμό.
Ας δούμε τώρα τι συμβαίνει στο έντερο όταν αυτό με κάποιο τρόπο ασθενεί. Το έντερο, επηρεασμένο από σωματικές ή ψυχικές διαταραχές μπορεί είτε να παραλύσει, τεντώνοντας υπερβολικά και προκαλώντας δυσκοιλιότητα μιας και η ακινησία του δεν βοηθά στην αφόδευση, είτε να υπερδραστηριοποιηθεί, γεγονός που οδηγεί σε διάρροιες. Είναι συχνό φαινόμενο για άτομα ιδιαίτερα αγχώδη να αντιμετωπίζουν διάρροιες σε περιόδους ιδιαίτερα τεταμένες, όπως εξετάσεις, μετακομίσεις, ταξίδια, ένας χωρισμός, μια απώλεια. Το έντερο υπερδιεγείρεται από τη δραστηριότητα των ορμονών του στρες και οδηγείται σε υδαρείς κενώσεις. Σε άλλους από εμάς, το έντερο αντιδρά στο στρες παραλύοντας, με συμπτώματα τυμπανισμού, μετεωρισμού, κοιλιακού άλγους και δυσκοιλιότητας. Οι περισσότεροι από εμάς έχουν δυσκολευτεί με την τουαλέτα τους, για παράδειγμα, όταν αλλάζουν περιβάλλον. Το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου μπορεί να παρουσιάσει συνδυασμό των άνωθι συμπτωμάτων, με κάποια άτομα να έχουν περισσότερο δυσκοιλιότητα ή περισσότερο διάρροιες και άλλα άτομα να έχουν εναλλαγές αυτών των συμπτωμάτων. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαίο κανείς να υποβάλλεται με την παρακολούθηση ενός γαστρεντερολόγου στις απαραίτητες εξετάσεις ώστε να αποκλείονται παθολογικά ενδεχόμενα όπως κακοήθειες και διάφορες φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου, όπως η Κρον ή η Ελκώδης Κολίτιδα. Το να συμπεραίνουμε μόνοι μας ότι οι κοιλιακές μας διαταραχές είναι αποτέλεσμα άγχους και μόνο, ειδικά όταν αυτές επιμένουν είναι επικίνδυνο και επισφαλές. Βέβαια, ακόμα και σε σοβαρές παθολογικές νόσους του εντέρου, πάντοτε συνίσταται η μείωση του άγχους, μιας και αυτό σίγουρα επιτείνει τις υπάρχουσες διαταραχές και αναστέλλει την ίαση τους.
Αντίστοιχα βέβαια, όταν κανείς πάσχει από κάποια σοβαρή νόσο του εντέρου, τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υποφέρει και ψυχικά, όχι μόνο γιατί ο εντερικός εγκέφαλος και οι νευροδιαβιβαστές του θα στέλνουν τα ανάλογα σινιάλα στο νευρικό σύστημα, αλλά γιατί εκ των πραγμάτων, η ποιότητα ζωής ενός ασθενούς που πάσχει από νόσο του εντέρου μπορεί να είναι τόσο επιβαρημένη όσο και ενός καρδιοπαθούς, για παράδειγμα, ή ίσως και παραπάνω. Οι συχνές κενώσεις, το κοιλιακό άλγος, οι διάρροιες και η ως εκ τούτου εξασθένηση του οργανισμού περιορίζουν τις δραστηριότητες του ασθενούς και του υπενθυμίζουν συνεχώς το πρόβλημά του, πράγμα το οποίο με τη σειρά του τροφοδοτεί έναν φαύλο κύκλο, μιας και η διαταραγμένη ψυχική διάθεση που προκύπτει από τη σωματική εξασθένιση οδηγεί σε περαιτέρω καταπόνηση του εντέρου και γενικότερα του ανοσοποιητικού συστήματος το οποίο κατά το πλείστον στεγάζεται και αυτό στο έντερο. Η αμφίδρομη σχέση λοιπόν μεταξύ σωματικών και ψυχικών συμπτωμάτων οδηγεί πολλούς πάσχοντες στην εύρεση συμπληρωματικών ή εναλλακτικών μεθόδων θεραπείας. Τα συμπτώματα, επίμονα πολλές φορές και χρόνια πιέζουν όχι μόνο για τη διάγνωση του προβλήματος, αλλά και για την εξάλειψη των αιτιών πίσω από αυτά. Εξάλλου, αυτό είναι και το ζητούμενο, μιας και η απλή καταστολή συμπτωμάτων δεν εγγυάται την δια παντός εξαφάνισή τους.
Το σύμπτωμα, ψυχικό ή σωματικό είναι ένας αναγκαίος και συχνά επίμονος δείκτης μιας προβληματικής αλληλουχίας εσωτερικών λειτουργιών που, για κάποιο λόγο, ακόμα δεν έχουν εκφραστεί ή κατανοηθεί πλήρως. Γι’αυτό το λόγο, είναι απόλυτα σημαντικό να δίνουμε προσοχή και ποτέ να μην αγνοούμε τα συμπτώματά μας, σωματικά ή ψυχικά – πάντοτε κάτι θέλουν να μας πουν και πάντοτε αυτό το κάτι είναι σημαντικό και μπορεί να δράσει προληπτικά έναντι κάποιας ασθένειας. Ως εκ τούτου, θα έλεγα πως η σύγχρονη ιατρική αντιμετώπιση με έμφαση στην φαρμακευτική καταστολή των συμπτωμάτων, μπορεί να είναι σωτήρια για την ανακούφιση όταν και εφόσον κάποιος έχει ήδη διαγνωστεί και μπει σε μια πορεία θεραπείας του προβλήματός του, είναι όμως μάλλον καταστροφική όταν γίνεται κατάχρηση αυτής και δει δε χωρίς ιατρική παρακολούθηση. Εκτενέστερα, να σας αναφέρω πως η τάση αυτοκαταστολής συμπτωμάτων και αυτοΐασης πολλών από εμάς που μπορεί να καταφεύγουμε σε αναλγητικά, σπασμολυτικά, αγχολυτικά και άλλα τέτοια σκευάσματα με την έναρξη των πρώτων συμπτωμάτων, δίχως να δίνουμε το περιθώριο στο σύμπτωμα να μας καταδείξει με μεγαλύτερη ακρίβεια το πρόβλημά μας, αλλά και μην δείχνοντας υπομονή για την ίαση μιας ασθένειας, μπορεί να αποβεί μοιραία. Ένας πονοκέφαλος μπορεί να μην μας στείλει έγκαιρα στο νευρολόγο αν συνεχώς τον καταστείλουμε αγνοώντας το λόγο της ύπαρξής του, ένα άγχος μπορεί να γιγαντωθεί και να μεταλλαχθεί σε σειρά άλλων ψυχικών διαταραχών αν δεν δώσουμε βάση στο να κατανοήσουμε την πηγή του άγχους αυτού και να επικεντρωθούμε στην εκ βαθέων επίλυση του προβλήματός μας, κι ένα σπαστικό έντερο, λοιπόν, που θα ανταποκριθεί τελικά σε μια φαρμακευτική αγωγή λίγων ημερών μπορεί ποτέ να μην μας πει τι είναι αυτό που το βασανίζει και άρα σύντομα να υποτροπιάσει, ενδεχομένως και με μεγαλύτερη έξαρση, αν εμείς επιμένουμε μόνο να του κλείνουμε το στόμα χωρίς να το ρωτάμε τι έχει να μας πει.
Ιδίως στις παθήσεις του εντέρου και δει δε στην πιο διαδεδομένη, αυτή του ευερέθιστου εντέρου ή αλλιώς σπαστικής κολίτιδας που μαστίζει κοντά το 40% του πληθυσμού έστω σε κάποια φάση της ζωής του, ακριβώς λόγω της αλληλεξάρτησης που παρατηρείται μεταξύ ψυχικού και σωματικού, συχνά, όπως προανέφερα, ο ασθενής ανταποκρίνεται καλύτερα σε μια πιο ολιστική θεραπευτική αγωγή, η οποία λαμβάνει υπ’όψη της ακριβώς αυτή τη σύζευξη. Είτε το πρόβλημα έχει ως αφετηρία το σώμα, είτε την ψυχή, πολύ σύντομα ο φαύλος κύκλος της αλληλεξάρτησης του ενεργοποιείται και καθίσταται σαφές ότι δεν μπορεί κανείς να βοηθήσει το σωματικό κομμάτι δίχως να υποστηρίξει το ψυχικό. Αυτό δεν γίνεται μόνο μέσω ψυχοφαρμακευτικής αγωγής, η οποία κυρίως καταστείλει χωρίς να διερευνά τα αίτια, αλλά και τεχνικών όπως η ύπνωση, ο βελονισμός, ή εναλλακτικών θεραπειών όπως η ομοιοπαθητική και η νηστειοθεραπεία. Ειδικά η τελευταία είναι μια προσέγγιση τελείως αφάρμακη, που βασίζεται πολύ στην αντιμετώπιση του εντέρου σαν ένα αυτόνομο σύστημα που απαιτεί την ησυχία του για να μπορέσει να ανακάμψει από τις ασθένειές του και στη συνέχεια να βοηθήσει και το υπόλοιπο σώμα να αντεπεξέλθει στις δικές του ανάγκες. Μια μέθοδος εντελώς φυσική δίνει έμφαση στην προσωπική συμμετοχή του ασθενούς στην ίασή του, συστήνοντας υπομονή, πειθαρχεία, αυτοσεβασμό και ανάληψη ευθύνης για την υγεία του σώματος και του πνεύματος, ό,τι δηλαδή θα σύστηνε κανείς και για την βελτίωση της ψυχικής υγείας.
Το έντερο, όπως και ο εγκέφαλός μας έχει μνήμη. Έχει πανομοιότυπους μηχανισμούς καταγραφής εμπειριών, που μπορεί ναι μεν να μην μπαίνουν σε λέξεις και να μην απεικονίζονται, είναι όμως βέβαιο πως οι εμπειρίες του εντέρου σωρευτικά καταγράφονται και το δομούν ως ένα όργανο θεμελιώδους αξίας για τον οργανισμό και την ψυχή. Όπως και σε σχέση με τον εγκέφαλό μας, έτσι και για το έντερό μας, οι πρωταρχικές εγγραφές εμπειριών περίπου για τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής ενός μωρού αλλά και στη συνέχεια βέβαια σκιαγραφούν και διαμορφώνουν την μετέπειτα εξέλιξή του, γι’αυτό και είναι τόσο σημαντική η διαδικασία του ταΐσματος και η διατροφή στα πρώτα χρόνια της ζωής. Όσο περισσότερο βομβαρδίζεται το έντερο από ουσίες που το υπερδιεγείρουν (π.χ. ζάχαρη, αλάτι, επεξεργασμένες τροφές, τοξικές ουσίες, ορμόνες, κ.λπ.) ή που παρακάμτουν δικές του εργασίες (π.χ. αντιβιοτικά, αντιόξινα, και άλλα φάρμακα που υποκαθιστούν φυσικές λειτουργίες του εντέρου), ή όσο περισσότερο στρες βιώσει η ψυχή ενός μικρού παιδιού, όπως στην περίπτωση του δεύτερου μωρού που προανέφερα, και αυτό καταγραφεί σαν επιβαρυντική εμπειρία στο έντερο, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες ανάπτυξης εντερικών παθήσεων και συγγενών ψυχικών διαταραχών στην ενήλικη ζωή του ατόμου.
Η διάθεση γεννιέται στο έντερο λέει η Νευρογαστρεντερολογία., όπως και η διάθεση που προκύπτει από εξωγενείς παράγοντες στη ζωή του ατόμου επηρεάζει άμεσα την λειτουργία του εντέρου, με διαφοροποιήσεις βέβαια στον πληθυσμό, ανάλογα με τα ποσοστά ευαισθησίας του καθενός από εμάς και τις πρωταρχικές του εμπειρίες. Όσο καλύτερες οι πρωταρχικές εμπειρίες, τόσο πιο οχυρωμένος ο οργανισμός έναντι ασθενειών. Όπως η πείνα μπορεί να μας δημιουργήσει κατάθλιψη ή εκνευρισμό, έτσι και η υπερφαγία μπορεί να μας οδηγήσει σε κατάπτωση και ψυχική δυσφορία. Οι σχολές φυσικών θεραπειών συστήνουν να αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες του εντέρου μας και να μην το φορτώνουμε είτε με υγρά είτε με φαγητό όταν είμαστε κουρασμένοι, αγχωμένοι, λυπημένοι, παρά να προτιμούμε να τρώμε όσο χρειαζόμαστε μόνο, με καλή μάσηση, αφού έχουμε ξεκουραστεί, αφού έχουμε συνεφέρει λίγο τον εαυτό μας από μια κακή ψυχολογική διάθεση και πάντοτε δίνοντας στην διαδικασία του φαγητού μας μια διάσταση σχεδόν ιεροτελεστική. Όλοι οι επιστήμονες της υγείας θα συμφωνούσαν στο να μην τρώμε γρήγορα κατεβάζοντας αμάσητη την τροφή μας, να μην τρώμε μπροστά στην τηλεόραση ή ενόσω έχουμε μια άλλη ασχολία, να μην τρώμε αργά το βράδυ πιέζοντας το έντερό μας να μείνει ξύπνιο και να καταβάλει προσπάθεια όσο το υπόλοιπο κορμί ξεκουράζεται. Αυτές οι συμβουλές είναι και οι μέθοδοι στις οποίες κανείς ενστικτωδώς οδηγείται αν αφεθεί να ακούσει προσεκτικά και με υπομονή τις ανάγκες του σώματός του, γι’αυτό εξάλλου και οι στατιστικές δείχνουν πως το πρώτο πράγμα που κάνει κάποιος που ασθενεί από το έντερό του από μόνος του, χωρίς ιατρική συμβουλή, είναι να αλλάξει τη διατροφή του και να προσπαθήσει να βρει ηρεμία και γαλήνη στο περιβάλλον του. Ο ασθενής που δεν θα στραφεί σε κάποια τέτοια αντιμετώπιση είναι συνήθως και ο ασθενής που θα είναι και πιο αποκομμένος από το συναίσθημα του ή πλημμυρισμένος από αυτό. Κανονικά, η φύση μας έχει προικίσει με τις ενστικτώδεις σκέψεις και δράσεις για όταν ασθενούμε, αρκεί να αφήσουμε τον εαυτό μας να τις ακολουθήσει.
Οι παραπάνω δε συμβουλές είναι πανομοιότυπες με αυτές που θα έδινε κανείς σε κάποιον που ασθενούσε ψυχικά. Θα σύστηνε ένα ήρεμο περιβάλλον, περιορισμό των δραστηριοτήτων που αυξάνουν το άγχος, επικέντρωση στις εσωτερικές μας σκέψεις και διεργασίες με έναν βραδύτερο ρυθμό που να επιτρέπει το μεταβολισμό τους, αρκετή ξεκούραση και σεβασμό στις ανάγκες της ψυχής. Και το έντερο αλλά και η ψυχή δεν ανταποκρίνονται καλά στις παράλογες πιέσεις, στην επιβολή σκληρών εργασιών χωρίς φροντίδα, στην κατάχρηση των δυνατοτήτων τους. Όπως θα λέγαμε πως δεν χρειάζεται να φάει κανείς μέχρι να σκάσει, ακόμα κι αν το έντερό του τελικά τα καταφέρει να διαχειριστεί το φορτίο, έτσι θα συστήναμε να μην φορτώνεται κανείς ψυχικά πέρα των ορίων και δυνατοτήτων του, αλλά να φροντίζει για την αποφόρτιση της ψυχής, όπως ακριβώς θα φρόντιζε και για την αποτοξίνωση του εντέρου. Το ότι ψυχή και έντερο μπορούν και αντεπεξέρχονται σε υπερβολές και τραύματα δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι, λειτουργώντας τα συνεχώς στα όριά τους, δεν θα έρθει η ώρα που θα καταρρεύσουν. Το παν μέτρον άριστον παραμένει η καλύτερη συμβουλή.
Η ψυχοθεραπεία συνδράμει τα μέγιστα στις παθήσεις του εντέρου είτε αυτές είναι απόρροια σωματικών βλαβών είτε προέρχονται από ψυχολογική επιβάρυνση. Σε συνδυασμό με την όποια θεραπεία – συμβατική ή εναλλακτική – ακολουθήσει ο ασθενής για την καταστολή των συμπτωμάτων του, ώστε αυτά να μην συνεχίζουν να πλήττουν τον ψυχισμό του, η ψυχοθεραπεία μακροπρόθεσμα θα μάθει τον ασθενή να αναλαμβάνει την ευθύνη της ψυχικής και σωματικής του υγείας, μαθαίνοντας ποια είναι τα πράγματα, οι συμπεριφορές, οι καταστάσεις και τα βιώματα που επιβαρύνουν τον ψυχισμό και τα οποία μάλλον τείνουν να επαναλαμβάνονται στη ζωή του ασθενούς, οδηγώντας τον σε νοσηρά μονοπάτια της ψυχής και του σώματος. Μπορεί να μην διαγράφονται τα τραύματα από τον εγκέφαλο, την ψυχή και το έντερο, αλλά οι επιστήμες της ψυχανάλυσης, νευρολογίας και οι πιο μοντέρνες συνδυαστικές επιστήμες δείχνουν πως μπορούμε να δημιουργούμε καινούρια μονοπάτια ύπαρξης, υγιέστερα, τα οποία θα λειτουργούν ως περιφερειακές οδοί, ώστε η κύρια οδός του τραύματος να αποφεύγεται και άρα με τον καιρό να αποδυναμώνεται. Το ότι δεν μπορούμε να διαγράψουμε τις αρνητικές μας εμπειρίες δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε να δημιουργούμε καινούριες που θα ενδυναμώσουν την ψυχή μας και θα χαϊδέψουν το πονεμένο μας έντερο. Όσο εμμένουμε σε συμπεριφορές και λύσεις που επιτείνουν τα τραύματά μας, ψυχικά και σωματικά, τόσο αυτά θα γιγαντώνονται και τα συμπτώματα θα επιστρέφουν δριμύτερα για να μας επαναφέρουν την προσοχή στα σημεία που έχουμε ανάγκη. Αν θεωρήσουμε ότι τα συμπτώματα μας είναι κόκκινα λαμπάκια, ενδείξεις ενός μηχανήματος που έχει βλάβη, το να τα σβήνουμε χωρίς να τσεκάρουμε γιατί έχουμε βλάβη και πώς μπορούμε να αποφύγουμε την ίδια βλάβη στο μέλλον είναι ισότιμο με το να καταδικάζουμε το σώμα και την ψυχή μας σε έναν αγώνα εξ’ αρχής χαμένο.
Η καταστολή των συμπτωμάτων είναι θαυματουργή και αναγκαία, αλλά ανίσχυρη και πλημμελής αν δεν συνοδεύεται από μια βαθιά κατανόηση των αιτιών που είτε οδήγησαν στα συμπτώματα είτε τα εντείνουν. Δυστυχώς στους φρενήρης ρυθμούς της καθημερινότητάς μας συχνά ικανοποιούμαστε με μια προσωρινή καταστολή των συμπτωμάτων μας και δεν ασχολούμαστε βαθύτερα με τα αίτια της ασθένειάς μας και το πώς μπορούμε να συμμετέχουμε ενεργά στη ίασή της, και όχι μόνο παθητικά παίρνοντας κάποια φαρμακευτική αγωγή και μην αλλάζοντας τίποτε άλλο από τις συνήθειές μας, την καθημερινότητά μας, την ψυχική μας στάση απέναντι στη ζωή μας. Η προσωπική μας ευθύνη στα θέματα της υγείας μας – ψυχικά και σωματικά – είναι το μεγαλύτερο θεραπευτικό εργαλείο και το θαύμα αυτού είναι το ότι το κουβαλάμε όλοι μέσα μας! Δεν εξαρτόμαστε από κάποιον να μας το δώσει, παρά είναι στη διάθεσή μας, να λειτουργήσει αυτόνομα ή σε συνδυασμό με κάποια συμβατική ή εναλλακτική θεραπεία, αν αποφασίσουμε να το χρησιμοποιήσουμε σωστά. Ας είμαστε συμπονετικοί με την ψυχή μας και το έντερό μας, ας μην τα φορτώνουμε με τοξικά απόβλητα και υπερβολές, ας δείχνουμε λίγη αγάπη και εμπιστοσύνη στις δυνατότητές τους και σίγουρα αυτά θα μας ανταμείψουν για το χάδι και τη φροντίδα που θα έχουν λάβει από μας.
Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια